ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΛΙΒΕΡΙΟΥ μια μαρτυρία του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΣΚΑΡΛΗ

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΛΑΜΠΟΥΣΑΣ

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ ΣΚΑΛΑΣ 15-1-1944

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ

ΤΑ ΘΑΡΡΟΥΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ Χαράλαμπος Σκαρλής

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΒΙΑ ΣΤΟ ΑΛΙΒΕΡΙ ΤΟ 1975 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ

ΑΛΙΒΕΡΙ (λεύκωμα) ελαιογραφίες-σχέδια του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΕΓΑΛΙΔΗ για τη ΔΕΗ

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΛΙΒΕΡΙΟΥ
μια μαρτυρία του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΣΚΑΡΛΗ

Μετά τη νίκη της Λαμπούσας, στις 3 Σεπτεμβρίου 1944. οι αντάρτες οπλίστηκαν με θάρρος και νέο οπλισμό, ξεκουράστηκαν λίγο και η απόφαση επάρθη, ήταν καιρός να ξεμπερδεύουν και με το Αλιβέρι.
Τα τμήματα του ΕΛΑΣ άρχισαν να μαζεύονται και να παίρνουν θέσεις γύρω από τα υψώματα του Αλιβερίου και όταν όλα ήταν έτοιμα, ο τηλεβόας άρχισε να καλεί τους αρχηγούς των ταγματασφαλιτών να έρθουν σε συνεννόηση και να παραδοθούν χωρίς να πάθη ο κόσμος ζημιές, να μη χαθούν ανθρώπινες ζωές.
Κυκλωμένο πια το Αλιβέρι από παντού, δεν υπήρχε σωτηρία, οι δυνάμεις των Ανταρτών είχαν κλείσει κάθε έξοδο, τα αστεία είχαν πια τελειώσει.
Ο τηλεβόας από το Μεσονήσι ακούστηκε βαριά, αργά και καθαρά ήταν ο ίδιος ο Καπετάνιος του ΕΛΑΣ Θανάσης Τζάνος, απευθύνετο προς τους αρχηγούς των ταγματασφαλιτών και ειδικά στο Χρίστο Μεγαρίτη: Χρίστο σου μιλάω εγώ ο Θανάσης, εγώ ο Θανάσης ο Τζάνος, ελάτε να συζητήσομε την παράδοση, δεν θα πάθει κανείς τίποτε εκτός από τους δοσίλογους, και εκείνους που έχουν διαπράξει εγκλήματα, και προδοσίες.
Γιατί να πάει ο κόσμος χαμένος, είστε περικυκλωμένοι από παντού, σου αφήνω καιρό να το σκεφτείτε, την αυγή θα επιτεθούμε, και τότε θα είναι αργά.
Ο Χρίστος Μαργαρίτης ήταν καθηγητής, λεβέντης και τον αγαπούσαν πολλοί νέοι που τους είχε κάνει φροντιστήρια, και σαν άνθρωπος ήταν καλός, πράγματι δεν είχε να πάθει τίποτε, αλλά δεν τον άφησαν άλλα καθάρματα να έρθει σε συνεννόηση.
Και δυστυχώς η απάντηση ήταν βρισιές, και απειλές, κάτι ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ, και άλλες κουταμάρες.
Εισβολή λοιπόν, είχε εξαντληθεί κάθε όριο υπομονής και υποχρέωσης, η διαταγή του Στρατηγείου να γίνεται προσπάθεια συνεννόησης, και αφού συμφωνούν στην παράδοση, να αφοπλίζονται, να κρατούνται οι πρωταίτιοι, και οι απλοί άνθρωποι να αφήνονται ελεύθεροι χωρίς να κακοποιηθεί κανείς, είχε εφαρμοστεί.
Ο Στρατηγός Στέφανος Σαράφης ήταν σαφής, μα και η εφαρμογή της διαταγής ήταν τέλεια εφαρμοσμένη, μαζί λοιπόν με τα ξερά θα καίγονταν και τα χλωρά. Και εδώ αυτό ακριβώς έγινε.
Ξημέρωνε ποια, από μέσα μόνον βρισιές και ψευτοπαλληκαρισμοί ακούγονταν. Οι εκατέρωθεν δυνάμεις είχαν πάρει θέσεις, και στις πέντε το πρωί ακριβώς οι Σάλπιγγες από τρία σημεία έσχισαν άσπλαχνα τον αέρα, προχωρείτε, προχωρείτε. Τα όπλα ποια είχαν τον λόγο, και άρχισαν να μιλούν, τα όπλα που δεν γνωρίζουν Αφέντη με την ίδια ευκολία όπως και τον καινούριο εχθρό.
Βολές παντού, βολές όπλων μικρών, αραβίδων, βολές πολυβόλων, βολές του βαρέως ταχυβόλου που ήταν στημένο επάνω σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο απέναντι στα Κοκκινάγια μέσα στο δρόμο, έτσι δέσποζε σε όλη τη μικρή τότε πόλη του Αλιβερίου, και έσπαζε κάθε αντίσταση. Χειριστής του ο Βλάσης Αγγελόπουλος από του Λόκα, χτυπούσε, χτυπούσε αλύπητα και αδιάκριτα, οι σφαίρες δεν κάνουν χάρες.
Στο καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου είχαν ένα πολυβόλο οι ταγματασφαλίτες, μόλις το επεσήμαναν γύρισε ο Βλάσης το ταχυ βόλο, είχε το άτιμο κάτι βλήματα σαν παλούκι. Το πλακώνει και τότε άρχισε η μεγάλη καμπάνα να χτυπάει σα δαιμονισμένη. Νταν, νταν, νταν, με το ρυθμό του ταχυβόλου, που με τις ριπές των όπλων τις φωνές και τις βρισιές εκατέρωθεν, τις οιμωγές των ζώων, τα άγρια ουρλιαχτά των σκύλων, τις στριγκλιές φωνές των γυναικών, έκαναν μια ατμόσφαιρα άγρια, σκληρή, μακάβρια. Σε λίγο το πολυβόλο του καπετάνιου είχε σιγήσει, τα σακιά με την άμμο που είχαν για προφύλαξη, ξεκοιλιασμένα, μισοάδεια έκρεμαν, και έμοιαζαν με πτώματα, κατακρεουργημένα, κουρελιασμένα, άψυχα δυστυχισμένα. Το χωνί, ο τηλεβόας δηλαδή, φώναζε και παρότρυνε τους πολιορκημένους να παραδοθούν, δεν θα πάθαινε κανένας τίποτε, έστω και στην ύστατη στιγμή παραδοθείτε. Σας έχουμε αφήσει τον δρόμο για τον Άγιο Λουκά ανοιχτό, προχωρήστε προς τα εκεί, δεν θα σας πειράξει κανείς. Πράγματι μερικοί που δεν ένιωθαν ένοχοι και που είχαν και λίγο μυαλό άρχισαν να προχωρούν προς τον Άγιο Λουκά, άλλοι με τα όπλα τους στον ώμο βέβαια, άλλοι άοπλοι, τα είχαν πετάξει τα έρημα. Αυτοί πράγματι δεν έπαθαν τίποτε, ήταν ανθρωπάκια παρασυρμένα, φουκαράδες, θύματα των ολίγων παλιάνθρωπων.
Η αντίσταση των αμυνόμενων άρχισε να κάμπτεται, οι αντάρτες εισχωρούσαν στην πόλη από παντού, οι ταλαίπωροι τσολιάδες άρχισαν να παραδίδονται, τους μάζευαν, τους έπαιρναν τα όπλα, και τους κρατούσαμε σε κάποιο κατώγι.
Είχε μείνει μόνο το κέντρο, ένα πολυβόλο στην πλατεία και ακριβώς στη στροφή, εκεί που είναι το κτίριο Μιλτιάδη Λεβέντη, ανθίστατο ακόμα, οι άλλοι την είχαν κοπανήσει και είχαν και είχαν κρυφτεί σε διάφορα κατώγια ή ανύποπτα μέρη μέχρι να ιδούν τι θα γίνει, περίμεναν σε κάποιο θαύμα. Οι ένοχοι είχαν χαθεί και κάτι χαζοπούλια αμύνονταν, ναι χωρίς να ξέρουν γιατί, χωρίς κανένα φόβο να πάθουν κάτι. Ανεύθυνοι άνθρωποι, και τότε ακούστηκε η τραχιά και στεντόρεια φωνή του Καπετάν Τσιτσαίου. Παραδοθείτε ηλίθιοι θα πάτε τσάμπα, είμαι ο Κώστας ο Αργύρης. Δεν θα σας πειράξομε, εσείς τι φταίτε, αντί να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία, ο βλάκας ο πολυβολητής έριξε μια ριπή, που παρ' ολίγο να τους χτυπήσει, είχαν μόνοι τους αποφασίσει για το χαμό τους, αυτή ήταν η τελευταία τους ριπή, το κύκνειο άσμα τους, μια ομάδα που είχε προχωρήσει και φθάσει εκεί που είναι τώρα ο φούρνος του Κρόκου, με πολυβολητή τον Μάριο τον Ιταλό. Είδε τη σκηνή και ο Μάριος ενήργησε αμέσως και επιτυχώς, δίνει μια βουτιά πέφτει στη μέση του δρόμου, και ταυτοχρόνως, και ακαριαίως βάλει με το πολυβόλο μια συνεχή βολή, αυτό ήταν, το πολυβόλο της πλατείας σίγησε, ο πολυβολητής ήταν νεκρός, ο τρομερός Ιταλός είχε περάσει τις σφαίρες από την πολεμίστρα, από την οπή που περνούσε το πολυβόλο τους, η κάννη του πολυβόλου τους, τέρμα λοιπόν, το Αλιβέρι είχε πέσει, παραδόθηκαν και οι τελευταίοι.
Μια ομάδα είχε προσπαθήσει να φύγει προς τη Βάθεια, μα τους γάζωσαν, μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Μεγαρίτης, πατέρας του Χρίστου, και του Σταύρου Μεγαρίτη. Η μάχη σταμάτησε τα όπλα εσίγησαν.
ΟΥΑΙ ΤΟΙΣ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙΣ:
Αλίμονο στους νικημένους. Γύρω από το Αλιβέρι πριν τη μάχη είχαν συγκεντρωθεί αρκετές χιλιάδες κόσμος από τα γύρω χωριά, άνθρωποι που τους είχαν βασανίσει, ληστέψει, προ- δώσει, δείρει, που τους είχαν λεηλατήσει τα σπίτια, είχαν στείλει δικούς τους στις φυλακές, στη Γερμανία, είχαν ατιμάσει τις γυναίκες, ή τις κόρες τους, αυτός λοιπόν ο κόσμος ζητούσε εκδίκηση, ζητούσε δικαίωση, ζητούσε ικανοποίηση, ζητούσε τη ρεβάνς, μπουκάρανε μέσα στο Αλιβέρι, και όποιον έπιαναν τον τσάκιζαν στο ξύλο, τους λιντσάριζαν, δυστυχώς εμείς έπρεπε να τους προστατέψουμε, άχαρο έργο, μα επιβεβλημένο. Αφήστε μας να τους καθαρίσομε να ξεβρομίσει ο τόπος, τους προδότες. Θυμάμαι όταν πιάσαμε τον Βούλη το Γλάρο έπεσε ο κόσμος κατά εκατοντάδες απάνω να τον σκοτώσουν, να τον πνίξουν, τους εμποδίσαμε, ήρθαν άνθρωποι που τους είχαν κλέψει, αδειάσει τα μαγαζιά τους, όλοι αυτοί ζητούσαν εκδίκηση, τους είχανταράξει στο πλιάτσικο.
Να σκεφθείτε ότι σε σπίτι ταγματασφαλίτη βρέθηκαν εκατό πουκάμισα, εκατό φανέλες, δέματα με παπούτσια, τα γνώρισαν οι άνθρωποι και τα πήραν, άλλος είχε αρπάξει πέντε ραπτομηχανές, τις βρήκε ο δικαιούχος και τις πήρε, άλλος είχε αρπάξει οκτώ ραντισήρες, ένας είχε κλέψει εκατό πριόνια, καταλαβαίνετε τι καταστροφές είχαν κάνει. Όλος λοιπόν ο αγανακτισμένος κόσμος, είχε έρθει στο Αλιβέρι για εκδίκηση, κάναμε λάθος έπρεπε να τους αφήσομε να τους τσακίσουν, θα τους είχε τσακίσει ο λαός και εμείς ήσυχοι.
Οι παλικαράδες είχαν όλοι κρυφτοί στα κατώγια, αυτοί προκαλούσαν, έβριζαν, είχαν γίνει άφαντοι, δεν τόλμησε ούτε ένας να σταθεί στην πλατεία του Αλιβερίου και αντρίκεια να πει, εδώ είμαι, νικηθήκαμε παραδίνομαι και είμαι έτοιμος να πληρώσω για ότι έκαμα, να υποστώ τις συνέπειες των πράξεών μου, κανείς, μα κανείς, πιάσανε όλοι τα κατώγια, και τις διά­φορες κρύπτες και από την πάντα έβαζαν και μεσάζοντες για τη σωτηρία τους, έταζαν εκλιπαρούσαν, αυτή ήταν η κατάσταση μετά τη μάχη.
Το μάζεμα των όπλων έγινε, δεν ήταν δύσκολο όλοι κοίταζαν πώς να τα ξεφορτωθούν, το χωνί φώναζε συνέχεια, όσοι είχαν όπλα να τα φέρουν, οι παρασυρόμενοι, αυτοί που με το ζόρι επιστρατεύθηκαν δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε, μη φοβάστε, γνωρίζουμε τους ενόχους και θα τους πιάσουμε, δεν πρόκειται να γλιτώσουν. Πράγματι οι άνθρωποι σιγά, σιγά αναθάρησαν, άρχισαν να φέρνουν τα όπλα τους να τα παραδίνουν και να φεύγουν, ανακουφισμένοι, που μια τόσο τραγική περιπέτεια είχε περάσει, είχε τελειώσει.
Θυμάμαι δε και κάτι κωμικό, ο Σωτήρης ο Καψοθυμονάς (Μαλακτάρης) είχε όπλο, φοβισμένος λοιπόν είχε κρυφτεί σε ένα αχυρώνα και έκλαιγε τη μοίρα του. Η μάνα του η κακο­μοίρα, η θεία Σοφία σαν έμαθε ότι κάπου εκεί ήμουν και γω ρωτώντας ήρθε σιγά, σιγά, και με βρήκε, με πλησίασε και με σιγανή φωνή μου είπε έτσι σα μυστικά. Ω Χαράλαμπε ο μαύρος Σωτήρης έχει ένα τουφέκι, τι θα κάμεις τώρα θα τον βάλεις φυλατσή;
Σας διαβεβαιώ ένιωσα πολύ άσχημα, μπροστά μου είχα τη μάνα, τη μάνα των φίλων μου, τη θειά μου, είμαστε και λίγο συγγενείς, με το γιο της είμαστε σαν αδέρφια, στην αυλή της κάθε μεσημέρι περνάγαμε την ώρα μας, μας έδινε 'κανά γλυκό, κανένα ποτήρι νερό. Ή που είχε και μια τζιτζιφιά που τήνε είχαμε σαν παραμάνα, εμείς τρώγαμε τα τζίτζιφα κάθε χρόνο, τι να της έλεγα, τι να έλεγα στη μάνα μου, αυτός ο χαζοβρούβας δεν ήταν κακός, νέο παιδί ήταν όπως και εμείς, τον παρέσυραν οι άλλοι οι μεγαλοαπατεώνες.
Μη φοβάσαι θεια Σοφία της λέγω, πήγαινε εσύ και φέρε το όπλο, εγώ θα γράψω το όνομά του ότι το παρέδωσε, και πες του ότι δεν θα τον πειράξει κανείς, να μη φοβάται. Έφυγε η θεία Σοφία ικανοποιημένη, και εμένα μου ήρθαν γέλια, φανταζόμουνα το μουρλοσωτήρη μέσα στον αχερώνα, κάτω από τίποτε άχυρα. Χεσμένο από το φόβο του, άφησα κάποιον στο πόστο μου και πετάχτηκα μέχρι κοντά στο σπίτι, είδα τη θεια Σοφία να έρχεται σα Σουλιώτισσα με το τουφέκι. Έτρεξα το πήρα, μου το έδωσε και έβγαλε ένα βαθύ στεναγμό, μη φοβάσαι της είπα να βγει, δεν τον ζητάει κανείς. Του το είπε και βγήκε ο φουκαράς από γωνιά σε γωνιά, δειλά - δειλά, άρχισε να κυκλοφορεί, και αργότερα που βεβαιώθηκε ότι πράγματι του είχαν συγχωρέσει το αμάρτημά του, έστειλε και ένα ωραίο γουρουνόπουλο για το συσσίτιο των ανταρτών.
Τι να πρωτογράψω, άμα ιστορήσω, πόσο κωμικά, η τραγικά γεγονότα, μυστήριες συμπτώσεις, δραματικές συμβάντα, επα­κολούθησαν κατά και μετά τη μάχη πρέπει να γράψω μέρες. Εν πάσει περιπτώσει ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται, λέγει μια λαϊκή παροιμία και από τους άμαχους γίνανε πολλές ατασθαλίες, δεν ήταν όλοι όσοι είχαν έρθει αθώες περιστέρες, μέσα εκεί είχαν παρεισφρήσει και άνθρωποι κακής πίστεως, και πλιατσικολόγοι, και κλέφτες, έπρεπε να προσέχομε και αυτούς, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι δεν έγιναν παραβάσεις/ίσως και από μερικούς αντάρτες να έγιναν παραβάσεις, αλλά πολύ λίγες, ήταν ελεγχόμενη η κατάσταση, μόνο δύο εξτρεμιστικά στοιχεία διέπραξαν σοβαρά εγκλήματα, για τα οποία πλή­ρωσαν κατόπιν.
Οι εντολές ήταν ρητές να μην χτυπηθεί ή πειραχτεί κανείς, αυτό ήταν δουλειά της δικαιοσύνης, αυτή θα αποφάσιζε πόσο έφταιξε ο καθένας και πόση και ποια τιμωρία του άξιζε, δεν ήταν δουλειά του καθενός, οι πολλοί υπάκουσαν, και πειθάρ­χησαν, σε δύο όμως περιπτώσεις, πράγματι έγιναν φρικιαστικά εγκλήματα. Το πρώτο όταν συνελήφθη ο Τζανουδάκης, ένας ελεεινός συνεργάτης των Γερμανών σε πολλές προδοσίες, λεηλασίες, και πράξεις άτιμες σε βάρος πολλών ανθρώπων. Όταν τον περνούσαν οι αντάρτες που τον συνέλαβαν μέσα στην αγορά, ο κόσμος άρχισε να φωνάζει, θάνατος, θάνατος, θάνατος, και τότε ένας αντάρτης από του Γαβαλά, με το ψευδώνυμο ΑΣΤΗΡ παρασυρμένος από τη λαϊκή αγανάκτηση και προτροπή, τραβάει το μαχαίρι και τον σκοτώνει. Μπορεί προς στιγμήν να ικανοποιήθηκε το λαϊκό αίτημα, και να καταλάγιασε η οργή του πλήθους, μα δεν έπαψε να είναι ένα απλό φονικό.
Το ίδιο περίπου ήταν και το δεύτερο αυθαίρετο έγκλημα που διέπραξε κι ένας άλλος αντάρτης. Σκότωσε με τον ίδω τρόπο έναν άλλο άνθρωπο που δυστυχώς δεν έφταιγε, τον σκότωσε από συνωνυμία αντί του φταίχτη του αδερφού του.
Τα δύο αυτά αποτρόπαια εγκλήματα αμαύρωσαν, εκυλίδωσαν τη νίκη, μας χάλασαν την ατμόσφαιρα, μας στεναχώ­ρησαν όλους, ο σκοπός μας δεν ήταν να σκοτώνουμε ήταν να ελευθερώσουμε τον τόπο, και οι παραβάσεις θα πήγαιναν στη δικαιοσύνη.
Όταν συνελήφθη ένας άλλος μεγάλος ένοχος αργότερα, ο λαός φώναζε, λυσσομανούσε, εχύθει επάνω να τον λιντσάρει, μα τον προστατέψαμε, με πολύ δύναμη και γλίτωσε.
Σήμερα μπορώ να πω ότι αυτόν έπρεπε να τον παραδώσουμε στο λαό, καθώς και πολλούς άλλους, τα γίδια άμα τα βρεις λιώστους το κεφάλι λέγει ο λαός μας. Ο προδότης αυτός ήταν ο Βούλης ο Γλάρος, ένα από τα πιο μεγάλα καθάρματα της περιοχής, να σκεφθείτε ότι συνελήφθη με στολή Γερμανική, είχε διαπράξει μυριάδες ατιμίες, απάτες, κλοπές, προδοσίες, είχε στείλει στη Γερμανία πολλούς Έλληνες πατριώτες, και όμως αυτό το κάθαρμα γλίτωσε και συνέχισε το βρώμικο και άτιμο έργο του εις βάρος του λαού μας, το πώς και γιατί θα το γράψω παρά κάτω.
Ένας - ένας τα καθάρματα κρυμμένα από δω κι από εκεί σε διάφορες κρύπτες, κατώγια, αποθήκες, μέσα σε πιθάρια, σε βα­ρέλια, κλείστηκαν στο μεγάλο καφενείο εκεί που είναι σήμερα η Εμπορική τράπεζα, έγινε το ξεκαθάρισμα κρατήθηκαν οι πρωταίτιοι οι δημιουργοί των ταγμάτων ασφαλείας, και οι άλλοι αφέθηκαν ελεύθεροι.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΛΑΜΠΟΥΣΑΣ

Στις 4 του Σεπτέμβρη έγινε η ιστορική μάχη της Λαμπούσας ενάντια στους Γερμανούς, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική εξόντωση μιας γερμανικής φάλαγγας, που αποτελείτο από δέκα μεγάλα φορτηγά και ένα τζιπ με δύναμη 117 ανδρες, ένα ταχυβόλο, με βαριούς όλμους, πολυβόλα και οπλοπολυβόλα, ατομικά όπλα, πιστόλια, κιάλια και άφθονα πυρομαχικά.
“Δεν ήταν μια μάχη σαν πολλές άλλες που τους χτυπούσαμε σε διάφορες ενέδρες, με απώλειες πότε πολλές και πότε λίγες. Αυτή η μάχη είχε τη δική της ιστορία. Για να χτυπήσουμε αυτή τη φάλαγγα, που ήταν φάλαγγα καταδρομών και η δράση της επεκτεινόταν σε όλη τη Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια, έπρεπε να έχουμε σιγουριά για τη νίκη μας.
Η θέση στη Λαμπούσα είναι πολύ κοντά στο Αλιβέρι και ποτέ δεν είχαμε σκεφτεί πως υπάρχει ένα τόσο κατάλληλο μέρος για ενέδρα σε τόσο δυναμική φάλαγγα σαν αυτή που εξοντώσαμε. Εγώ ήμουν επικεφαλής ομάδας σαμποτέρ κατά των εχθρικών αυτοκινήτων, με νάρκες στον αμαξωτό χωματόδρομο, από Κακή Σκάλα στην περιοχή της κοινότητας Αϊ-Γιάννη Αλιβερίου μέχρι το χωριό Βρύση Διρρέματος.
Σ ’ αυτήν την περιοχή κατά το πλείστον δρούσε η ομάδα μου τον Ιούνη του 1944. Με την ομάδα μου πήγαμε στη θέση Λαμπούσα, να ναρκοθετήσουμε το δρόμο, γιατί είχαμε ανεπίσημη πληροφορία ότι θα περνούσαν γερμανικά αυτοκίνητα. Τοποθετήσαμε τέσσερις νάρκες και από το ύψωμα της βραχώδους περιοχής παρακολουθούσαμε με τα κιάλια το δρόμο από Κύμη για Αλιβέρι. Αλλά αντί να έρθουν γερμανικά αμάξια, είδαμε να έρχεται ένα ελληνικό. Αμέσως τρέξαμε πιο κοντά στο δρόμο, φωνάζοντας να σταματήσουν. Έριξα και μια ριπή στον αέρα με το αυτόματό μου.
Την άκουσαν και σταμάτησαν. Ήταν ένα ελληνικό λεωφορείο με Έλληνες επιβάτες - μαζί τους και ο Δεσπότης της Επισκοπής Κύμης Ανανίας. Τους είπα ότι έχουμε ναρκοθετήσει το δρόμο. Τότε ο επίσκοπος Ανανίας, όλο χαρά που τους σταματήσαμε και τους εξηγήσαμε τους λόγους, μας έδωσε τις ευλογίες του. Αφαιρέσαμε τους πυροδοτικούς μηχανισμούς και του επιτρέψαμε να περάσουν.
Όταν έφυγαν για το Αλιβέρι, σκέφτηκα, ότι με τόσους επιβάτες μπορεί κάποιος να ήταν χαφιές, να μας πρόδινε στους Γερμανοτσολιάδες στο Αλιβέρι και να στέλνανε με αυτοκίνητο στρατό, να μας κυνηγήσουν, γιατί εμείς ήμασταν μόνο πέντε αντάρτες. Εγώ επικεφαλής, ο Βασίλης Μήτρου γύφτος, ο Ζωντός Αστήρ από το Γαβαλά, κάποιος Σαμπάνης από το διπλανό χωριό Αάλα κι ένας από τον Κρεμαστό, Σιδέρης Γρηγόρης και να μας έπαιρναν και τις νάρκες που τις είχαμε λίγες και μας ήταν τόσο αναγκαίες, γι’ αυτό τις χρησιμοποιούσαμε εκεί που θα είχαμε θετικά αποτελέσματα. Γι’ αυτό πήραμε τις νάρκες και φύγαμε. Εκεί όμως, που είχαμε τοποθετήσει τις νάρκες παρακολούθησα, καλά το σημείο αυτό και είδα ότι προσφέρεται πάρα πολύ για ενέδρα. Επιστρέψαμε λοιπόν στη βάση μας, που ήταν το χωρίο Κρεμαστός, πιο πάνω από το χωριό μου, Άγιος Γεώργιος.
Την επόμενη μέρα, πηγαίνοντας μόνος μου για μια αποστολή στα χωριά Περιβόλια, Μαντράκι και Αχλαδερή, πέρασα από το ίδιο σημείο και έκανα μια λεπτομερή εξέταση της τοποθεσίας, εκεί και διαπίστωσα ότι έχει εκατό τοις εκατό τα προσόντα για μια ενέδρα. Τότε εξηγώ στο συναγωνιστή, σύντροφο και στενό συνεργάτη μου, Βαγγέλη Καντούρο τη σπουδαιότητα της τοποθεσίας για ενέδρα και αφού την ξαναείδαμε μαζί, ήταν σύμφωνη και του Καντούρου η γνώμη. Τότε πήραμε και το Λόγγο, μια άλλη μέρα ξανά κάναμε κατόπτευση, ενημερώσαμε και τα στελέχη της οργάνωσης του χωριού Λέπουρα, Κώστα Φρυγανιώτη και Γιώργη Αντωνίου και σε συνεργασία μαζί τους πήραμε την οριστική απόφαση της ενέδρας. Για να κάνουμε όμως κινητοποίηση και συγκέντρωση των δυνάμεών μας, έπρεπε να έχουμε και ασφαλείς πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών.
Ευτυχώς αυτό το είχαμε εξασφαλισμένο εκατό τοις εκατό. Οι Γερμανοί είχαν διερμηνέα τους μια συντρόφισσα Ουγγαρέζα, που γνώριζε την ελληνική γλώσσα στην Κομαντατούρ Κύμης.
Ε, αυτή η συντρόφισσα με κίνδυνο της ζωής της δε δίσταζε να παίζει το ρόλο πληροφοριοδότη μας μέσα στη γερμανική διοίκηση Κύμης. Η κατάσκοπος αυτή διοχέτευε τα απόρρητα των Γερμανών, μόνο σε ένα άτομο κι αυτό το άτομο δεν ενημέρωνε παρά μόνο ένα άτομο στην οργάνωση Οξυλίθου, ένα στην οργάνωση Κύμης και εμένα, αλλά χωρίς να μας αναφέρει το όνομα της Ουγγαρέζας. Μόνο μας έλεγε “κατά ασφαλείς πληροφορίες”, τίποτε άλλο. Αυτές όμως οι πληροφορίες βγαίνανε πάντα σωστές. Το άτομο αυτό ήταν ο γραμματέας της Μητρόπολης Κύμης και ιεροψάλτης στον Άγιο Θανάση Κύμης, Γεώργιος Ασημάκης, καθηγητής μουσικής απόλυτα δικός μας άνθρωπος. Χωρίς να ξέρουν τίποτα ο δεσπότης Φωστίνης και οι Γερμανοί, ο Γεώργιος Ασημάκης από τον Οξύλιθο πρόδωσε στην οργάνωση της Κύμης την αποθήκη της Μητρόπολης, μια μεγάλη αποθήκη, επιμελημένα κατασκευασμένη, που στην πόρτα της ήταν τοποθετημένη κατ’ εντολή του Φωστίνη μια μεγάλη εικόνα του Χριστού, για να μην υποψιάζεται ο κόσμος πως είναι πόρτα.
Μέσα η αποθήκη ήταν γεμάτη τρόφιμα, άλευρα, γάλατα, πλιγούρι ζάχαρη, καλαμάρια κονσέρβες, ιματισμό κ.λπ. Τον ίδιο καιρό ο λαός της Κύμης πέθαινε από την πείνα. Έχω γράψει με λεπτομέρεια σε ειδικό ενημερωτικό κείμενο για τη Δεσποτική Οργάνωση Κύμης.
Το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου 1944 πέρασε η φάλαγγα από τη Χαλκίδα προς την Κύμη. Τότε η Ουγγαρέζα μας ειδοποίησε μέσω του ανθρώπου μας, ότι στις 3 του Σεπτέμβρη θα περνούσε η φάλαγγα προς Αλιβέρι. Εμείς αμέσως κινητοποιήσαμε τις δυνάμεις μας στη Λαμπούσα.
Τη νύχτα της 2 προς 3 του Σεπτέμβρη, ξημερώνοντας οι δυνάμεις, καλύφθηκαν στην ελαφρά θαμνώδη και πετρώδη περιοχή μας κοντά στο δρόμο. Εγώ με το Βαγγέλη Καντούρο συνδέσαμε την τηλεφωνική συσκευή με σύρμα της τηλεφωνικής γραμμής από την Κύμη -Χαλκίδα. Εγώ με τα ειδικά πέδιλα είχα ανέβει στην ξύλινη κολώνα της τηλεφωνικής γραμμής και είχα συνδέσει τη δική μας συσκευή. Αλλά μάταια προσπαθούσαμε, δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε το δικό μας τηλεφωνητή στη Βρύση, που είχε σύνδεση και αυτός στο τηλεφωνικό δίκτυο.
Εδώ στο παλιό Αυλωνάρι
άφησε την τελευταία του πνοή
ο Βασίλης Μήτρου
Εκεί που καλούσαμε, χωρίς αποτέλεσμα, σε μια στιγμή ακούστηκε επιτέλους και μας είπε “έρχεται η φάλαγγα”.
Τη στιγμή που μας είπε ότι έρχονται, εγώ γαντζωμένος πάνω στην κολόνα, είδα τα γερμανικά αυτοκίνητα σε απόσταση 500 περίπου μέτρων.
Ο τηλεφωνητής από τη Βρύση μίλαγε ακόμη με το Βαγγέλη Καντούρο, όταν του φώναξα “Βαγγέλη φτάσανε”, κατέβηκα από την κολόνα σούρνοντας, αποσυνδέσαμε τη συσκευή και πιάσαμε καλυμμένοι θέσεις.
Ταμπουρωθήκαμε, τπ φοβούμενοι μήπως με είχαν δει, αλλά δεν με είχαν δει. Ευτυχώς, που κατά την ώρα της είδησης από τον τηλεφωνητή μας είδα τα αμάξια και δεν έριξα πιστολιά, που ήταν το σύνθημα μας για να τρέξουν όλες οι καλυμμένες δυνάμεις μας να πιάσουν θέσεις στην ενέδρα. Αν δυο λεπτά πρωτύτερα μας τηλεφωνούσε, θα είχαμε ρίξει την πιστολιά κι εγώ με τον Καντούρο και οι δυνάμεις μας θα ήμασταν εν κινήσει μέσα στον κάμπο, για να πιάσουμε θέσεις για την ενέδρα και οι Γερμανοί θα μας τσάκιζαν κυριολεκτικά, αλλά ευτυχώς ήμασταν τυχεροί.
Πέρασε η φάλαγγα αλλά δεν ήταν όλοι. Ήταν μόνο τέσσερα αυτοκίνητα. Αφού πέρασαν, εμείς με τις δυνάμεις μας φύγαμε και το βράδυ πήγαμε νωρίς στο χωριό μου, τον Άγιο Γεώργιο. Είχαμε ειδοποιήσει τους υπεύθυνους της οργάνωσης του χωριού μου και μας είχαν ετοιμάσει συσσίτιο. Αφού φάγαμε, μας ήρθε άλλο σήμα από την Ουγγαρέζα, μέσω της οργάνωσης, ότι την άλλη μέρα θα περνούσε ολόκληρη η φάλαγγα.
Τα τέσσερα αυτοκίνητα είχαν πάει να φέρουν ανεφοδιασμό στη βάση της Κύμης και αφού τους πήγαν τον εφοδιασμό, ήταν έτοιμοι την επόμενη μέρα στις 4 του Σεπτέμβρη να φύγουν. Αμέσως, τότε, κάναμε έκτατη συνεδρίαση οι Προκοπής Τζάνος (Λόγγος), Θανάσης Τζάνος, Βαγγέλης Καντούρος κι εγώ (Μήτσος Σταμελιάς). Και αποφασίσαμε να μην χρησιμοποιήσουμε τον τηλεφωνητή από το χωριό Βρύση και να πάει ένας από εμάς τους δύο, Βαγγέλης Καντούρος ή Μήτσος Σταμελιάς σαν άριστοι τεχνικοί στις τηλεφωνικές συσκευές, οι οποίες ήταν πρωτόγονες με αμμωνίες, μπουκάλες κ.λπ. Μα κανένας δεν ήθελε να πάει στη Βρύση, ούτε εγώ, ούτε ο Καντούρος και ρίξαμε κλήρο και είπαμε ότι, η επιτυχία της μάχης κατά το ήμισυ θα οφείλεται στην έγκαιρη πληροφόρηση από το τηλέφωνο της Βρύσης και ο κλήρος έπεσε σε μένα. Τότε πήρα το πιστόλι μου και τα κιάλια κι έφυγα.
Πέρασα πρώτα από τον Κρεμαστό, το χωριό που ήταν η έδρα του Τάγματος μας, έστειλα όλες τις εφεδρικές μας δυνάμεις στον Άγιο Γιώργη, που ήταν ο; κύριες δυνάμεις μας κι εγώ προχώρησα μέσα στη νύχτα και πήγα στη Βρύση. Εκείνο το βράδυ μάλιστα, εξαιτίας μιας ομάδας Αετόπουλων που έπαιζαν πόλεμο, χωρίς να έχουν ενημερώσει τους αντάρτες, νόμισαν οι δυνάμεις μας πως μας είχαν μπλοκάρει οι Γερμανοί και πέσανε αρκετές τουφεκιές.
Οι κάτοικοι του χωριού εγκατέλειψαν το χωριό πανικόβλητοι και ώσπου να εξακριβωθεί η παρεξήγηση, πέρασε αρκετή ώρα. Όταν έφτασα στη Βρύση εκεί, στο σπίτι της Μαμής το λέγανε, στου ψαρά Δημήτρη Κωνσταντίνου, ήταν η κόρη του, Μαρία, την οποία παντρεύτηκε αργότερα ο Καντούρος. Εκεί, λοιπόν, πολύ κοντά στο παράθυρο του σπιτιού της Μαμής, περνούσε το σύρμα της τηλεφωνικής γραμμής. Σύνδεσα τη συσκευή μου με το σύρμα και άκουσα πολλές κουβέντες γερμανικές και ταγματασφαλίτικες.
Εγώ δε μιλούσα. Περίμενα να ξημερώσει. Με το ξημέρωμα άρχισα να καλώ το Βαγγέλη και πολύ γρήγορα επικοινώνησα μαζί του. Μιλούσαμε όχι για κάτι συγκεκριμένο, αλλά διάφορα λόγια, έξω από το σκοπό της επικοινωνίας μας. Εγώ κρατούσα με το ένα χέρι το ακουστικό και με το άλλο τα κιάλια, ενώ από το παράθυρο έβλεπα τον αυτοκινητόδρομο, στην πρώτη στροφή σε απόσταση περίπου χίλια μέτρα ευθεία γραμμή, ίσως και λιγότερο. Με τον Καντούρο πριν χωρίσουμε από τον Αϊ-Γιώργη, είχαμε φτιάξει έναν κρυπτογραφικό κώδικα, που γνωρίζαμε μόνο οι δυο μας, με συνθηματικά ψηφία. Για τα αυτοκίνητα είχαμε το ψηφίο Ε, για τους στρατιώτες το ψηφίο Α, για τον οπλισμό το ψηφίο Ο. Και για τις αποστάσεις των αυτοκινήτων τα ψηφία Χ.Α. (χιλιομετρικές αποστάσεις). Μόλις είδα τη φάλαγγα του είπα “Βαγγέλη γράψε Ε 11, Άλφα περίπου 150, Όμικρον βαρύ και Χ.Α. 20 μέτρα περίπου”, ακόμη την φάλαγγα την έβλεπα και άκουσα την πιστολιά στο τηλέφωνο μου, είπε ο Βαγγέλης “καλήν αντάμωση Μήτσο και με τη νίκη”.
Αμέσως πήρα από κοντά τη φάλαγγα σε κανονική απόσταση, για να μη με αντιληφθούν. Αλλά αυτοί από Αυλωνάρι, Βαρυπόμπη και Λάλα σταματούσαν όπου έβλεπαν αμπέλια, κατέβαιναν κάτω από τα αυτοκίνητα και φορτωνόντουσαν σταφύλια. Πλησιάζοντας στη Λαμπούσα, οι δυνάμεις μας είχαν κανονικά πιάσει τα μετερίζια τους. Προς τα Λέπουρα είχαμε τοποθετήσει νάρκες μέσα στο δρόμο.
Το τζιπ, που πήγαινε πρώτο, τις είδε και σταμάτησαν να τις αφαιρέσουν. Η επίθεση θ’ άρχιζε με την πρώτη ριπή στο τζιπ. Ώσπου να εξουδετερώσουν τις νάρκες, τα αυτοκίνητα μπήκαν μέσα στο χώρο της ενέδρας.
Έπεσε η ριπή από τους αντάρτες, που βρίσκονταν σ' αυτό το σημείο και συγκεκριμένα, από το Γιώργο Αρβανίτη στους άνδρες του τζιπ, που σωριάστηκαν κάτω. Αμέσως άρχισαν τα πυρά από παντού. Οι Γερμανοί πανικοβλήθηκαν. Ο ΕΛΑΣίτης Ιβάν από τη Λευκορωσία, ο οποίος είχε αυτομολήσει και μαζί με τον οπλισμό του είχε έλθει στον ΕΛΑΣ από πολύ καιρό, με ένα τηλεβόα φώναξε στους άνδρες της γερμανικής φάλαγγας, για να γλιτώσουν τη ζωή τους, να πετάξουν τα όπλα και με τα χέρια ψηλά να κατευθυνθούν προς το μέρος της Κύμης.
Κι αυτό έγινε. Γύρω στους 20 Γερμανούς στρατιώτες παραδόθηκαν. Με τους υπόλοιπους διεξήχθηκε σκληρή μάχη, που όμως είχε κριθεί από τις πρώτες ριπές. Οι Γερμανοί όρθιοι πάνω στα αυτοκίνητα και τρώγοντας σταφύλια έπεφταν νεκροί από τα δραστικά καταιγιστικά πυρά των παλικαριών μας. Πολλά αυτοκίνητα πήραν φωτιά και καίγονταν.
Οταν τελείωσε η μάχη, τα κάψαμε όλα αφού πήμαμε το βαρύ και ατομικό οπλισμο και τα πυρομαχικά.
Το σπίτι της Μαμής στη Βρύση
Από τους δικούς μας τραυματίστηκε θανάσιμα το πρωτοπαλίκαρο μας, Βασίλης Μήτρου από τα Χάνια Αυλωναρίου, που είχε το ψευδώνυμο Γύφτος. Έπαιρνε μέρος σε σαμποτάζ, και διάφορες άλλες επιχειρήσεις, όπως η ανατίναξη με ωρολογιακή βόμβα-βεντούζα ενός καταδιωκτικού σκάφους των Γερμανών στην Παραλία της Κύμης και σε πολλά άλλα. Ο Βασίλης υπέκυψε στα τραύματα του στο Αυλωνάρι, όπου έγινε η ταφή του. Επίσης, είχαμε τραυματία και το Βασίλη Μπόκαρη από το χωριό Βαρυπόμπη Αυλωναρίου. Οι Γερμανοί είχαν 12 τραυματίες και γύρω στους είκοσι (20) που  παραδόθηκαν.
Έναν που διέφυγε και πήγε στο Αλιβέρι σαν τρελός* και 85 σκοτώθηκαν.
Η ταφή τους έγινε από τους κατοίκους των γύρω χωριών (Λάλα, Νικολέτα, μετονομάστηκε σε Νεοχώρι) και τους κατοίκους του χωριού Λέπουρα Αλιβερίου. Τους τραυματίες τους μεταφέραμε μέσω Μαντράκι Αχλαδερής στο χωριό Βρύση σε σπίτι, που το μετατρέψαμε σε πρόχειρο Νοσοκομείο.
Το σπίτι αυτό ήταν του Ευαγγελινού, εγκαταλελειμμένο, λόγω ανάμιξης του με Γερμανοτσολιάδες. Την έδρα του τάγματος μας τη μεταφέραμε στο χωριό Γάγια, όταν πήγαμε το Ρώσο αντάρτη του ΕΛΑΣ, Ιβάν. Τον χρησιμοποιούσαμε για διερμηνέα, γιατί τα ελληνικά τα είχε μάθει και τα  ίλαγε καλά. Ήταν πολύ μορφωμένος, στη Σοβιετική Ένωση ήταν εκπαιδευτικός. Μίλησε από το τηλέφωνο στο Γερμανό διοικητή Κύμης και του είπε την τύχη που είχε η γερμανική φάλαγγα του. Επίσης του είπε, αν θέλει να στείλει γιατρό και φάρμακα γιατί εμείς στον ΕΛΑΣ τα είχαμε λιγοστά.
* Σημ. του Εκδότη: σταμάτησε στο χωριό Βέλος όπου ήπιε ένα κουβά νερό όπως αναφέρουν οι χωριανοί. Μετά τον πόλεμο επισκέφθηκε ξανά την περιοχή μας, γύρω στο ’60.
Το σπίτι του Ευαγγελινού στη Βρύση.
Ο Γερμανός διοικητής, όταν άκουσε τα θλιβερά νέα από τον Ιβάν, έμεινε άφωνος για λίγο και μετά είπε “δεν μπορώ να πιστέψω ότι εσείς εξοντώσατε αυτή την παντοδύναμη φάλαγγα. Εάν όμως αληθεύει, τότε δεν μπορεί να είστε διασκορπισμένοι κατσαπλιάδες, αλλά οργανωμένος στρατός”. “Και βέβαια είμαστε” του απάντησε ο Ιβάν “και εάν θέλεις στείλε φάρμακα και γιατρό”, τα οποία και έστειλε μαζί με τον Έλληνα γιατρό Ανδρέου.
Σε δυο μέρες ξαναπήραμε τηλέφωνο το Γερμανό διοικητή Κύμης και τον καλέσαμε να παραδοθεί με όλους τους άλλους Γερμανούς, ειδεμή θα τους χτυπούσαμε μέσα στην Κύμη.
Με τον οπλισμό, που πήραμε από τη μάχη της Λαμπούσας, οπλίσαμε και άλλους αντάρτες του εφεδρικού ΕΑΑΣ. Από τα Γάγια μεταφερθήκαμε στο χωριό 1 Ιασά Άγιος Βλάσης, γενέτειρα του Λόγγου και του Θανάση (σημ. του εκδότη: και οι δύο με το επώνυμο Τζάνος, ξαδέρφια).
Εκτοπισμένοι στον Αη Στράτη το Σεπτέμβρη του 1947
Εμπρός ο Δημήτρης Σταμελιάς
και πίσω αριστερά ο Δημήτρης Μάστορης από τη Δάφνη.
Στη μέση δεξιά ο Χαρ. Γιαννακός
από το Πυργί.
Διακρίνονται τα αντίσκηνα του στρατοπέδου
Εκεί κάναμε ανασυγκρότηση, φτιάξαμε ολόκληρους λόχους και κανονικές διμοιρίες. Σε συνέχεια πολιορκήσαμε την Κύμη, βάλαμε φυλάκια στου Κατσαρολά, δυνάμεις στα χωριά Κάδι και Κουρούνι και καλέσαμε ξανά τους Γερμανούς να παραδοθούν. Ήρθε ο Δεσπότης Ανανίας, σαν μεσολαβητής και παρακάλεσε να μην αιματοκυλίσουμε την Κύμη. Όσο για το I ερμανό διοικητή, μας παράγγειλε, ότι δεν θέλει να πολεμήσει αλλά και να παραδοθεί ντρέπεται. Εμείς του είπαμε, ότι δεν είναι ντροπή, αν δεν θέλει όμως, ()α τους χτυπήσουμε Στο μεταξύ, μας πληροφόρησε, η Ουγγαρέζα ότι σκέφτονται να φύγουν από το Στόμιο μ«':σ<ο Οριού και να περάσουν στο Αλιβέρι, να ενωθούν με τους Γερμανοτσολιάδες, που ήταν εκεί.
Μα εμείς κατεβάσαμε στο Οριό από το Κοκρουνι το Λόχο στον οποίο ήμουν εγώ καπετάνιος με. οτρατκυτικό τον Ιίπαμπνωνόα (I κ'ννΐ| ΙΙλκΟ μ ι ι φρουρούσαμε αυτό το πέρασμα. 0 Αχιλλέας (Δημητρης Σαρλης ) και ο Πολικος (ΚώσταςΤσακος,) σημ. του εκδοτη) κρατούσαν τις άλλες πλευρές της ενδεχόμενης αποχώρησης των Γερμανών με τους Λόχους τους. Τελικά, όμως, οι Γερμανοί προτίμησαν να φύγουν δια θαλάσσης από παραλία Κύμης, με τη γνωστή τύχη που τους περίμενε στο Αρτεμίσιο ακρωτήρι της Β. Εύβοιας. Τους βομβάρδισαν τα συμμαχικά αεροπλάνα και τους βύθισαν.
Τότε, με απελευθερωμένη την Κύμη, προχωρήσαμε στο χωριό Βελούσια (Βέλος) Αλιβερίου”.

Η ΝΟΤΙΑ ΕΥΒΟΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ

“Περιγραφή της τοποθεσίας Λαμπούσας: Η τοποθεσία βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από το Αλιβέρι στον αμαξιτό δρόμο που οδηγεί προς την Κύμη.Είναι ένας μικρός καμπίσκος δίπλα από το χωριό Λέπουρα. Στο βόρειο μέρος του καμπίσκου αυτού, ανατολικά και δυτικά, ξεκινούν λοφίσκοι που φτάνουν προς το Βαρυπόμπι και το Αυλωνάρι. Δίπλα στον καμπίσκο και στην ανατολική του πλευρά ξεκινάει ένα μικρό ποταμάκι που έρχεται από το χωριό Κριεζά και φαίνεται σαν να ανηφορίζει προς το χωριό Αυλωνάρι, για να καταλήξει στη θάλασσα του Αιγαίου κάτω από το χωριό Οξύλιθος.
Τον αμαξωτό δρόμο πάνω στη Λαμπούσα τον διασταυρώνουν δύο νεροφαγώματα τα οποία οδηγούν το ποταμάκι στην ανατολική πλευρά. Στο ένα νεροφάγωμα υπάρχει γεφύρι πάνω στον αμαξωτό δρόμο. Στην τοποθεσία αυτή έγινε η μεγάλη μάχη με τους Γερμανούς τους οποίους εξόντωσαν οι αντάρτες. Η Ανατολική Εύβοια, όπως αναφέρομαι και αλλού, ήταν στρατηγικής σημασίας για τους Γερμανούς, γιατί εκτός των ανθρακωρυχείων της περιοχής που το κάρβουνο ήταν απαραίτητο για τους Γερμανούς, γειτόνευε και με το Αιγαίο Πέλαγος που από κει έβγαιναν και έμπαιναν συμμαχικές αποστολές. Ακόμη και αποβάσεις υπολόγιζαν από τους συμμάχους γιατί και το Υποβρύχιο “Παπανικολής” κάθε τόσο τους ενοχλούσε με διάφορες βολές του που έριχνε. Το γεφύρι. Λίγο πριν είχαν τοποθετηθεί οι νάρκες για να σταματήσουν τη φάλαγγα. Για τους λόγους αυτούς οι Γερμανοί είχαν οχυρώσει σοβαρά την περιοχή, πράγμα που δυσκόλευε σοβαρά τον αγώνα των ανταρτών. Με αρκετές δυνάμεις κρατούσαν την Παραλία της Κύμης και τα ανθρακωρυχεία. Επίσης μια εφεδρική τους δύναμη κρατούσε το Αλιβέρι. Μια φάλαγγα με δέκα περίπου αυτοκίνητα πηγαινοερχόταν στη Χαλκίδα για να τους τροφοδοτεί. Όταν η φάλαγγα αυτή περνούσε για την Κύμη τρομοκρατούσε τα χωριά με σκοπό να περνά ανενόχλητα.
Στην περιοχή βρισκόταν το 3ο Τάγμα του7ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ το οποίο για να σταθεί έπρεπε να δίνει συνεχώς μάχες με τους Γερμανούς με τη μορφή κλεφτοπόλεμου.
Τέτοιες μάχες το 3ο Τάγμα είχε δώσει αρκετές και η φάλαγγα αυτή ήταν υποχρεωμένη να περνάει ακροβολισμένη, γιατί σ' όλη την απόσταση από τη Λαμπούσα μέχρι την Κύμη τους κτυπούσαμε και γι’ αυτό στο πέρασμα τους οι Γερμανοί ήταν πολύ προσεκτικοί. Μετά την εκτέλεση των τριάντα πατριωτών του χωριού Κακολύρι και το κάψιμο του από τη μια άκρη στην άλλη, το Τάγμα πήρε απόφαση να κτυπήσει τη φάλαγγα για να πληρώσουν κι αυτοί τα εγκλή ματα τους. Μέσα στην Κύμη είχαμε ένα δικό μας άνθρωπο από το χωριό Καλημεριάνοι, που είχε έλθει σε επαφή με τον Στάθη Αθανασάκη ο οποίος ήταν από το ίδιο χωριό, και άρχισε να μας στέλνει διάφορες πληροφορίες που ήταν πολύτιμες για τον αγώνα που έκανε ο ΕΛΑΣ στην περιοχή. Ο άνθρωπος αυτός, τα σημειώματα του τα υπέγραφε από κάτω με τρεις σταυρούς. Όλες του οι πληροφορίες ήταν θετικές, γι’ αυτό και για το κτύπημα της φάλαγγας βασιστήκαμε στον άνθρωπο μας αυτόν.
Δύο-τρεις ημέρες πριν τη μάχη της Ααμπούσας μας είχε πληροφορήσει για το ξεκίνημα της φάλαγγας, αλλά αργήσαμε να βρεθούμε στη Λαμπούσα και η φάλαγγα πέρασε για μέσα. Όμως έξω από το Αλιβέρι προς την Κακή Σκάλα ο "Ξιφίας” Νίκος Καλίτσης από τη Λίμνη της βόρειας Εύβοιας, είχε βάλει νάρκη και εκείνη την ημέρα ένα βαθειώτικο κάρο που έφευγε από το Αλιβέρι έπεσε επάνω στην νάρκη και πετάχτηκε στον αέρα. Οι Γερμανοί, όταν έφτασαν στο Αλιβέρι από την Κύμη, πληροφορήθηκαν για τη νάρκη και δεν τόλμησαν να ξεκινήσουν για τη Χαλκίδα- γύρισαν πάλι στην Κύμη.
Την παραμονή της μάχης ο “τρισταυρίτης” της Κύμης μας ειδοποιεί πάλι με το γνωστό σημείωμα του, ότι το πρωί η φάλαγγα φεύγει για τη Χαλκίδα. Τώρα έχουμε οργανώσει τα πράγματα καλύτερα και βρισκόμαστε στο πόδι. Κάτω από το χωριό Διρρέματα έχουμε τοποθετήσει σε σχίνο μέσα, τηλέφωνο συνδεμένο στη μοναδική γραμμή που συνδέει τη Χαλκίδα με την Κύμη, και άλλο τηλέφωνο στον τόπο της Λαμπούσας κι αυτό καμουφλαρισμένο μέσα σε σχίνο. Έχει γίνει και δοκιμή και η επαφή μας είναι πλήρης. Το σημείωμα από την Κύμη το πήραμε στο χωριό Κρεμαστός από βραδύς και αργά τη νύχτα ξεκινήσαμε για τη Λαμπούσα. Φύγαμε γύρω στους 150 αντάρτες ίσως και παραπάνω, και το. πρωί-νύχτα φτάσαμε στον τόπο της Λαμπούσας.
Περάσαμε τον αμαξιτό προς την ανατολική πλευρά, κρυφτήκαμε όλοι οι αντάρτες μέσα σε μια χαράδρα και περιμέναμε την είδηση από το τηλέφωνο των Λιρρεμάτων. Μια άλλη δύναμη μας έπιασε απέναντι από το χωριό Βελούσα που έβ/.επε προς το Αλιβέρι, για να μας προστατεύει την ώρα της μάχης από τυχόν Στην κορφή αυτού του λόφου που ελέγχει την περιοχή από τα ανατολικά τοποθετήθηκε μια ιταλική "πρέντα", βαρύ μυδράλιο, για να καλύψει πιθανή υποχώρηση. Χειριστής ο Γιώργος Κάλλιας από το Αλιβέρι και βοηθός ο Βλάσης Πάλλης από το Νεοχώρι. ενισχύσεις των Γερμανών που μπορούσαν να έρθουν από το Αλιβέρι. Κατά τις 9 η ώρα το πρωί ο Βαγγέλης Καντούρος, που κρατούσε το τηλέφωνο μέσα στο σχίνο, μας ειδοποίησε ότι η φάλαγγα πέρασε από τα Διρρέματα και έρχεται κάτω. Η ειδοποίηση ήταν συνθηματική: “ο άρρωστος θα εγχειρισθεί ύστερα από 9 με 10 μέρες και θα χρειαστούν 120 με 150 οκάδες λάδι”. Αυτό σήμαινε ότι τα αυτοκίνητα ήταν 9 με 10 και οι Γερμανοί 120 με 150 άνδρες. Φυσικά για την ακρίβεια ως προς τους άντρες δεν θα έπρεπε να είμαστε σίγουροι. Περίπου πάνω-κάτω θα ήταν τόσοι. Όταν πήραμε την είδηση από τον Καντούρο, τρέξαμε και πιάσαμε τις θέσεις μας που είχαμε υπολογίσει από πριν. Πάνω στην ανατολική πλευρά ψηλά στο λόφο στήθηκε ένα βαρύ πυροβόλο το οποίο είχε αποστολή και να κτυπήσει τη φάλαγγα από εκεί αλλά και να μας προστατεύσει σε περίπτωση που η φάλαγγα δεν θα είχε μπει ολόκληρη μέσα στον κλοιό μας και θα μας κτυπούσε. Στο ανατολικό πλευρό του καμπίσκου μέσα στο ρέμα είχε τοποθετηθεί μια υπολογίσιμη δύναμη η οποία ήταν πολύ κοντά στον αμαξιτό δρόμο, με επικεφαλής τον Προκόπη Τζάνο με το ψευδώνυμο “Λόγγος”, στη βόρεια πλευρά, πάνω από τη στροφή σε ένα μακρύ τείχος, είχε τοποθετηθεί ο Γιάννης Ηλίας με το ψευδώνυμο “Επαμεινώνδας” από τη Βόρειο Εύβοια και στα δεξιά του ο Μήτσος Σαρλής με το ψευδώνυμο “Αχιλλέας” από το χωριό Κακολύρι.
Πάνω στο λόφο όπου είχε στηθεί και το τηλέφωνο, ο Καντούρος με δύο-τρεις άλλους με αυτόματα και χειροβομβίδες. Κάτω από το γεφύρι προς το χωριό Λέπουρα ο υποφαινόμενος με τον Κώστα Τσάκο, ανθυπολοχαγό της Σχολής Ευελπίδων από τη Χαλκίδα με το ψευδώνυμο “Πολικός”. Κοντά στο γεφύρι είχαμε τοποθετήσει μέσα στον αμαξιτό δρόμο νάρκες, με σκοπό αυτές οι νάρκες να δώσουν το σύνθημα της έναρξης της μάχης. Σε περίπτωση όμως που οι Γερμανοί θα ανακάλυπταν τις νάρκες, θα έπρεπε οι αντάρτες να περιμένουν να γίνει η αρχή της μάχης κάτω από το γεφύρι. Μόλις το πρώτο αυτοκίνητο έφτασε κοντά στις νάρκες, οι Γερμανοί αντελήφθηκαν τις νάρκες και σταμάτησαν ικανοποιημένοι που τις αντελήφθησαν. Κάτι λένε και κατεβαίνουν να τις βγάλουν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, η φάλαγγα να πυκνώσει και να βρεθεί ολόκληρη μέσα στον κλοιό μας. Κάτω από το γεφύρι, απ’ τη μεριά είχαμε τον Λευκορώσο τον Ιβάν με ένα μυδράλιο και από την άλλη τον Κώστα Καζούρη από το Αλιβέρι με ένα οπλοπολυβόλο. Αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα αρχίσαμε τις ριπές κάτω από το γεφύρι και αυτομάτως ξέσπασε ο πόλεμος απ’ όλες τις μεριές. Οι Γερμανοί εσπευσμένα κατεβαίνουν, πιάνουν θέσεις και μας κτυπούν κι αυτοί. Το πολυβόλο που ήταν στημένο ψηλά στο λόφο κτυπάει κι αυτό πάνω στη φάλαγγα και η θέση των Γερμανών ήταν τραγική. Ορισμένοι έρποντας φτάνουν μέχρι το ρέμα και κτυπούν με χειροβομβίδες. Είχαμε δύο-τρεις ελαφρά τραυματίες από χειροβομβίδες. Μέσα σ ’ αυτούς ήταν και ο Βασίλης Μπόκαρης από την Βαρυπόμπη που έχει σήμερα τη μεγάλη ταβέρνα στην Κηφισιά. Η μάχη πήρε σκληράδα και θα έπρεπε να τελειώνουμε για να μην τους έρθει καμία ενίσχυση και θα ήταν τα πράγματα δύσκολα για μας. Ο Δημήτρης ο Λευκορώσος που ήταν μέσα στο ρέμα, υπολογίζοντας ότι μπορεί μέσα στη φάλαγγα να υπάρχει κανένας Λευκορώσος, έβαλε τις φωνές κι ζητούσε στη γλώσσα, όσοι είναι Λευκορώσοι, να παραδοθούν. Ένας Λευκορώσος σηκώθηκε, σήκωσε τα χέρια και έτρεξε προς εμάς. Όμως οι Γερμανοί, μόλις τον είδαν, τον πυροβόλησαν και τον τραυμάτισαν.
Τη στιγμή αυτή κάναμε την εξόρμηση και από το γεφύρι και από το ρέμα, βάλαμε τις φωτιές και σταμάτησε το πολυβόλο που ήταν στο ύψωμα και έτσι καταφέραμε να έρθουμε στα χέρια με τους Γερμανούς.
Οι Γερμανοί μόλις είδαν ότι τους κυκλώνουμε απ’ όλες τις πλευρές, σήκωσαν τα χέρια. Εκτός από την ουρά της φάλαγγας όπου υπήρχαν ακόμη λίγοι ζωντανοί, επειδή κατάφεραν να μπουν στο ερειπωμένο κτίσμα στη μπροστινή πλευρά οι επιζώντες ήταν ελάχιστοι. Το ερειπωμένο κτίριο όπου κατέφυγαν μερικοί από τους Γερμανούς. Στο βάθος δεξιά διακρίνεται το μνημείο της μάχης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο ερειπωμένο αυτό κτίσμα ήταν να τοποθετηθούν νάρκες γιατί υπολογίζαμε ότι θα μπουν εκεί οι Γερμανοί και δε θα χρειάζονταν να τους πολεμήσουμε. Όμως, όταν ένα χιλιόμετρο πιο πάνω, η γερμανική φάλαγγα πρόφτασε τον αντάρτη Θανάση Νικολή ο οποίος έφερνε τις νάρκες από τον Πασσά, αυτός αναγκάστηκε να παραμερίσει από τον αμαξιτό δρόμο για να περάσει η φάλαγγα. Έτσι, εκείνοι που αντιστέκονται τώρα είναι οι Γερμανοί, που είναι εκεί μέσα οχυρωμένοι. Όμως δεν χρειάστηκε πολύ για να καταληφθεί και το πρόχειρο αυτό οχυρό τους.
Ο κάμπος είχε γεμίσει από πτώματα. Ανάμεσα στα πτώματα ήταν και του Βασίλη του Μήτρου που είχε πέσει μέσα στους Γερμανούς θανάσιμα τραυματισμένος.
Ο Βασίλης είχε μπλεχθεί στα χέρια με τους Γερμανούς πριν ακόμα γίνει η γενική εξόρμηση.
Επίσης, μαζέψαμε και τον τραυματία Λευκορώσο, που πρώτος ξεκίνησε να παραδοθεί. Αυτόν τον θεραπεύσαμε και τον κρατήσαμε μαζί μέχρι το τέλος. Κόσμος, γυναίκες, άντρες απ’ τα γύρω χωριά μαζεύτηκαν εκεί όλοι μας βοήθησαν για την προώθηση των πυρομαχικών. Καθορίσαμε δύο στέκια, να τα πηγαίνουν, να ξαναγυρίζουν και να παίρνουν άλλα. Πολλά κιβώτια πυρομαχικών τα βρήκαμε αργότερα μέσα στα σχοίνα. Αφού μεταφέραμε όλον αυτόν τον οπλισμό τους και τα πυρομαχικά τους, βάλαμε φωτιά σ’ όλα τα αυτοκίνητα. Τότε, δεν υπήρχε ούτε ένας οδηγός αυτοκινήτου από μας. Μόνο ο Τάκης ο Ζέρβας από τη Βρύση ήξερε από αυτοκίνητα. Όταν βάλαμε φωτιά μαύρισε ο ουρανός.
Οι Ταγματασφαλίτες στο Αλιβέρι είπαν, όπως μάθαμε, ότι οι Γερμανοί, με αυτό πού καναν οι αντάρτες, έβαλαν φωτιά στο χωριό Λέπουρα και το καψαν όλο. Όταν όμως ήρθαν με τους Γερμανούς και είδαν τι είχε γίνει, και αυτοί και οι Γερμανοί τάχασαν.
Ούτε να Το κτίριο στο οποίο στεγάζονταν τα "Τάγματα Ασφαλείας" στο Αλιβέρι τους θάψουν ενδιαφέρθηκαν ούτε για τίποτε. Πήραν μόνο ένα τραυματία που βρήκαν εκεί και αυτός ο τραυματίας, όπως μάθαμε, ήταν ο Γερμανός που είχε πυροβολήσει κρυμμένος μέσα σε ένα χαντάκι και είχε σκοτώσει ένα παιδί την ώρα που βοηθούσε για τη συγκέντρωση των πυρομαχικών. Του πήραν το αυτόματο με το οποίο είχε σκοτώσει το νεαρό. Αυτός, όπως μάθαμε αργότερα ήταν εκείνος που τον περιμάζεψαν οι Γερμανοί. Μαζέψαμε όλους τους Γερμανούς τραυματίες, καθώς και ορισμένουςΈλληνες που ήταν στη φάλαγγα. Τους δέσαμε τα τραύματα τους. Βοήθησαν και οι επιζήσαντες Γ ερμανοί, από τους οποίους σε καλή κατάσταση 21 και άλλοι 16 ήταν τραυματίες.
Το βράδυ φτάσαμε και ξενυχτήσαμε στο χωριό Αχλαδερή. Την επομένη ανεβήκαμε στην Οκτωνιά και το βράδυ της επομένης περάσαμε το Οριό και φτάσαμε στο Μονόδρι. Τι ενθουσιασμό είχε ο κόσμος δεν περιγράφεται. Τι χαρές, τραγούδια. Όλος ο κόσμος απ’ τα χωριά αυτά ήταν στο πόδι. Περάσαμε το Μονόδρι και ανεβήκαμε στον Κρεμαστό. Τους τραυματίες τους τοποθετήσαμε στη Βρύση.
Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η διαδρομή μας από τη Λαμπούσα, Αχλαδερή, Οκτωνιά, Οριό, Μονόδρι, Βρύση κ.λπ. με τόσους τραυματίες Γερμανούς δεν περιγράφεται. Εκείνη η αντοχή μας και η πίστη μας για τον αγώνα ήταν απερίγραπτη. Και μόνο που τα σκεπτόμαστε σήμερα απορούμε γι’ αυτή την αντοχή μας.
Συμπεριφερθήκαμε στους αντιπάλους μας καλύτερα και από ένα τακτικό στρατό. Όταν φτάσαμε στον Κρεμαστό με τους αιχμαλώτους Γ ερμανούς, πήραμε με ένα άλλο τηλέφωνο, που είχαμε στήσει εκεί, τους Γερμανούς στην Κύμη και τους αναφέραμε τα της μάχης. Βάλαμε τη διερμηνέα Ελληνοουγγαρέζα ονόματι Ζωζώ και έλεγε στους Γ ερμανούς ό,τι της υπαγορεύμαμε εμείς.
Τους είπαμε “να έρθουν να παραδοθούν για να πάνε σίγουρα στα σπίτια τους, γιατί ο πόλεμος γι’ αυτούς είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί σ’ όλα τα μέτωπα υποχωρούν και είναι ματαιοδοξία να επιμένουν”. Ένας αξιωματικός από τους αιχμαλώτους σε στάση προσοχής τους δίνει αναφορά για τους νεκρούς τους και, όπως μας είπε η Ζωζώ, ο αξιωματικός από την Κύμη είπε ότι πρώτη φορά είδε να συνεννοούνται δύο αντίπαλοι από τηλεφώνου. Μας έκανε παράπονο ότι τους κτυπάμε εξ ενέδρας κ.λπ. Του απαντήσαμε ότι στο εξής θα τους πολεμάμε κατά μέτωπο, γι’ αυτό “καλά θα κάνετε να έρθετε να παραδοθείτε”. Ο Γερμανός μας παρακάλεσε να μας στείλει φάρμακα για τους τραυματίες τους. Του είπαμε ότι οι τραυματίες απολαμβάνουν τη συμπεριφορά των αιχμαλώτων και ότι τους έχει παρασχεθεί κάθε ιατρική βοήθεια που χρειαζόταν. Επιμείναμε στην παράδοση τους, αλλά αυτοί στάθηκαν ανένδοτοι. Το βράδυ στο σπίτι του Δικηγόρου Κώστα Μπιλάλη στα Γ άγια, κάναμε μερική ανάκριση της Ζωζώς. Μας είπε ότι στη φάλαγγα επάνω ήταν μαζί με ένα Γερμανό αξιωματικό τον οποίο πλαιότερα μαζί με δύο άλλους τεχνικούς των ανθρακωρυχείων τους είχαμε πιάσει στα ανθρακωρυχεία Πασσά, αλλά αφού τους ταΐσαμε σαν τεχνικοί που ήταν τους αφήσαμε. Στο δρόμο ο αξιωματικός αυτός, της διηγήθηκε αυτή την περιπέτεια και επαινούσε τους αντάρτες γι’ αυτήν τη συμπεριφορά τους. Τώρα στη μάχη πάλευαν και οι δύο, να προστατευθούν κάτω από τα λάστιχα των αυτοκινήτων. Αυτός ο Αξιωματικός σκοτώθηκε εκεί. Πριν σκοτωθεί, μας λέει η Ζωζώ, έβριζε το Χίτλερ: “Άτιμε Χίτλερ, πεθαίνω σε ξένο έδαφος... Αχ τπ παιδάκια μου”. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του άτυχου αυτού Γερμανού.
Η Ζωζώ ανησυχούσε για την τύχη της. Της είπαμε ότι δεν είμαστε όπως φαντάζεται ή όπως διαδίδουν για μας. “Μη φοβάσαι για τίποτα” της είπαμε Για τη Ζωζώ είχαμε πληροφορίες καλές. Όταν οι ανθρακωρύχοι κάναν απεργίες, σαν διερμηνέας που ήταν, έπαιρνε πάντα με όποιο τρόπο μπορούσε τα δίκαια των εργαζομένων. Επίσης, και για τους κρατούμενους που έπιαναν οι Γερμανοί από τους πολίτες, έκανε ό,τι μπορούσε... Της είπαμε, να την αφήσουμε να πάει στην Κύμη για να πείσει το Γερμανό Διοικητή, να έρθουν να παραδοθούν. Μας είπε ότι τον επηρεάζει και ότι θα κάνει ό,τι μπορεί. Της δώσαμε ένα γράμμα για το Διοικητή στο οποίο αναφέραμε τις απόψεις μας για τον πόλεμο και του ζητούσαμε να παραδοθούν και δεν είχε να πάθει κανείς το παραμικρό.
Το πήρε η Ζωζώ με χαρά και την άλλη μέρα έφυγε για την Κύμη. Πάλεψε, όπως μας παρήγγειλε, αλλά ο Διοικητής δεν αποφάσιζε. Μας έστειλε δυο-τρεις Λευκορώσους, τους οποίους έπεισε να έλθουν μαζί μας. Στην απελευθέρωση η Ζωζώ, με τους γονείς της, μάνα και πατέρα ήρθαν και μας συνάντησαν στη Χαλκίδα και με δάκρυα στα μάτια όλοι τους μας ευχάριστη σαν για τη συμπεριφορά μας.
Σε μια γειτονιά που έμενε στην Αθήνα, μου έλεγε ένας σύντροφος που βρεθήκαμε μαζί στη φυλακή, ότι η Ζωζώ μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τους αντάρτες. Έτσι τελείωσε η μάχη της Λαμπούσας. Την επομένη στείλαμε συνεργείο να θάψει τους σκοτωμένους. Επικεφαλής ήταν ο Βασίλης Μπαχάρας από το χωριό Αγ. Γιώργης, ο οποίος μας είπε ότι οι σκοτωμένοι ήταν 79 και ότι μαζί με τους πολίτες των γύρω χωριών άνοιξαν ομαδικούς τάφους και τους έθαψαν. Το 1960 ή 1962 συνεργείο από τη Γερμανία ήρθε, τους ξέθαψε, πήρε τα οστά τους και τα πήγε στη Γερμανία.
Εμείς ακόμα βρισκόμασταν στη φυλακή. Ύστερα από δύο μέρες έφεραν τους κρατούμενους από τις φυλακές της Χαλκίδας στους οποίους ήταν και δύο παππούδες. Ο Βασίλης Ρήγας από το χωριό Άη Γιώργης που ήταν μαζί τους μας είπε όταν απολύθηκε, ότι ήθελαν να τους εκτελέσουν στο Αλιβέρι αλλά δεν άφηναν οι Αλιβεριώτες. Να τους πήγαιναν επάνω στον τόπο της Λαμπούσας, φοβόντουσαν τους αντάρτες. Ύστερα από αυτές τις σκέψεις τους οδήγησαν στις φυλακές της Αθήνας.
Η άποψη του Ρήγα δεν είναι σωστή. Αυτοί οπωσδήποτε επικοινώνησαν με το Διοικητή της Κύμης και οπωσδήποτε τούς απότρεψαν αυτοί, γιατί, εκτός της καλής συμπεριφοράς μας απέναντι στους τραυματίες, υπήρχαν στα χέρια μας 40 Γερμανοί αιχμάλωτοι, οπότε έπρεπε να το σκεφθούν πιο ψύχραιμα και φυσικά αυτό επικράτησε και σώθηκαν οι 75 κρατούμενοι.
Για τη μάχη αυτή δικαστήκαμε δυο άνθρωποι. Ο Μήτσος Καλαμπαλίκης από το χωριό Ανδρονιάνοι στην ποινή του θανάτου και υποφαινόμενος στην ποινή των ισοβίων δεσμών. Ο Εισαγγελέας Παπαϊωάνου στο κακουργοδικείο της Θήβας που δικάστηκα είπε: “Κύριοι ένορκοι, ο Τζάνος είναι αθώος αλλά αν τον αφήσουμε θα ανεβεί στο βουνό, γι' αυτό προτείνω μέτρια σύγχυση”. Έτσι με το υπ. αριθμ. 58/48 του Δικαστηρίου των συνέδρων της Θήβας, καταδίκη ισοβίωνδεσμών.”

Το παρακάτω ποίημα που έγινε το 1947 στα κάτεργα της Γιούρας, δίνει και με ποιητικό τρόπο την όλη μάχη της Λαμπούσας.

ΛΑΜΠΟΥΣΑ
Λαμπούσα είναι το όνομα κάποιας τοποθεσίας
που ο ΕΛΛΑΣ τη έδωσε εις την Αθανασία.
Ήτανε πρώτα άγνωστη όπως και άλλοι τόποι
μονάχα την πατούσανε βοσκοί και ξυλοκόποι.
Μα όμως έμελλε εκεί μάχη σκληρή να γίνει
και με τους μαχητές κι αυτή ιστορική να μείνει.
Οι μαχητές που ήτανε αντάρτες Ελασίτες
μια φάλαγγα εξοντώσανε με γερμανούς φασίστες.
Κι ήταν η φάλαγγα η γνωστή που όταν επερνούσε
Όλα τα γύρω τα χωριά τα λεηλατούσε.
Στο πέρασμα της φεύγανε και πιάνανε τις ράχες
γέροι, γυναίκες και παιδιά κι ερήμωναν οι στράτες.
Και τα πουλιά από ψηλά παύαν να κελαηδούνε
Κι αυτά καταλαβαίνανε πως Γερμανοί περνούνε.
Ντουφέκια και μυδράλια συχνά εκουβαλούσαν
Στης Κύμης τα παράλια που άλλοι τα φρουρούσαν.
Από τη Μέση Ανατολή φοβόντουσαν αποβάσεις
κι αυτόν τον “Παπανικολή” με τη δική του δράση.
Στη θάλασσα όλοι βλέπανε συμμάχους ν ’ ανεβαίνουν
και πίσω όλα τα χωριά να τους αλυσοδέρνουν.
Γι’ αυτό εβασανίζανε, γι’ αυτό και τυραννούσαν
γι’ αυτό και καίγαν τα χωριά κι αμάχους εκτελούσαν.
Κακούργα ήταν τα έργα τους και ανθρωπιά καμία
μ’ αυτούς μονάχα μοιάζανε τα άγρια θηρία.
Στο Κακολύρι ένα πρωί σαν ύαινες ορμούνε
αρπάζουν άμαχα παιδιά κι ομαδικά εκτελούνε.
Οι αντάρτες ορκιστήκανε να τους εκδικηθούνε
μαζί με τ ’ άμαχα παιδιά στη γη κι αυτοί να μπούνε.
Ολημερίς το σκέπτονται που να τους συναντήσουν
που να τους περιμένουνε για να τους πολεμήσουν.
Στο δρόμο τον αμαξωτό που βιαστικά διαβαίνουν
εκεί το αποφάσισαν για να τους περιμένουν.
Εκεί κοντά στις βάσεις τους στον τόπο της Λαμπούσας
εκεί που δεν φοβόντουσαν και ξέγνοιαστα περνούσαν.
Στη Κύμη ένας αγωνιστής που μένει και δεν φεύγει
άγρυπνα παρακολουθεί και τους κατασκοπεύει.
Μήνυμα στέλνει από βραδύς πως το πρωί κινάνε
για τη Χαλκίδα φεύγουνε στις βάσεις τους να πάνε.
Όταν το μήνυμα έφθασε κάτω στο τρίτο τάγμα
δυο λόχοι εξεκίνησαν μ’ αντάρτες παλικάρια.
Όλη τη νύχτα περπατούν κι αθόρυβα διαβαίνουν
και το πρωί ξημέρωμα φτάσαν και περιμένουν.
Σε σκίνα τοποθέτησαν δύο τηλέφωνα τους
το ένα στα Διρρέματα το άλλο εκεί κοντά τους.
Σε μια χαράδρα κρύφτηκαν όλα τα παλικάρια
κι όταν το σύνθημα έπεσε τρέξανε σαν λιοντάρια.
Τις θέσεις τους επήρανε τα όπλα τους κρατάνε
κι όταν οι Ούνοι φτάσανε απάνω τους ορμάνε.
Πυκνά τα βόλια πέφτουνε κι οι Γερμανοί απαντάνε
απ’ τα μηχανοκίνητα κι αυτοί τους πολεμάνε.
Στήνουνε τα μυδράλια που άφθονα τα έχουν
κι απεγνωσμένα πολεμούν όσο μπορούν κι αντέχουν.
Χειροβομβίδες ρίχνουνε αντάρτες να σκοτώσουν
να σπάσουν θέλουν τον κλοιό να φύγουν να γλυτώσουν.
Μα άδικα πασκίζουνε οι αντάρτες δεν κολώνουν
εκδίκηση γυρεύουνε κι όλο τους ζυγώνουν.
Εξόρμηση εμπρός παιδιά οι μαχητές προστάζουν
στα χέρια να του πιάσουνε στεντόρια το φωνάζουν.
Κι ολόγυρα κινήσανε στα χέρια όλοι μπλεχτήκαν
κι οι Γ ερμανοί τα χάσανε κι ευθύς παραδοθήκαν.
Ψηλά τα χέρια σήκωσαν τον ουρανό κοιτάζουν
το Χίτλερ όλοι βλαστημούν κι βαριαναστενάζουν.
“Χίτλερ αδίστακτε φονιά, σκότωσες τα παιδιά μας
πεθαίνουμε σε ξένη γη μακριά απ’ τη φαμελιά μας.”
Αμέτρητοι ήταν οι νεκροί πεσμένοι μες το χώμα
κι ζωντανοί στεκόντουσαν με την ψυχή στο στόμα.
Ήταν μεγάλη συμφορά που πάθαν στη Λαμπούσα
οι Γερμανοί που άλλοτε αγέρωχα περνούσαν.
Εδώ αυτοί πληρώσανε τα κακουργήματα τους
και θάφτηκαν ομαδικά όπως τα θύματα τους.

Από αυτόγραφο ανέκδοτο χειρόγραφο του Προκόπη Τζάνου, επικεφαλήςτου 3ου Τάγματος (ευγενική προσφορά του Δ. Μάστορη) παίρνουμε τις εξής ενδιαφέρουσες πληροφορίες:
“Αναφορά στη μάχη της Λαμπούσας:

Στην Εύβοια μεταξύ Γερμανών και ανταρτών του 3ου Τάγματος στο δημόσιο δρόμο Χαλκίδα-Κύμη λίγο έξω από το Αλιβέρι στην τοποθεσία Λαμπούσα στις 3/9/44, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική συντριβή Γερμανική μηχανοκίνητης φάλαγγας με εννιά αυτοκίνητα και 110 Γερμανούς των 8.8. κινούμενη από Κύμη προς Χαλκίδα.
Για τη μάχη αυτή, τη σημασία και την έκταση της, την διακήρυξε την ίδια νύχτα της 3ης προς 4η Σεπτεμβρίου του 1944, σ ’ ολόκληρο τον κόσμο, με το τελευταίο δελτίο ειδήσεων ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου. “Εις την Εύβοιαν διεξάγεται μεγάλη μάχη των Γερμανών με δυνάμεις των ανταρτών. Η έκβασις της θα είναι μεγάλης σημασίας για την απελευθέρωση της Ελλάδος από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους”.
Ο ίδιος ραδιοφωνικός σταθμός στην εκπομπή της 8ης Σεπτεμβρίου του 1944: “Εις την Εύβοιαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ εσημείωσαν αξιόλογον επιτυχίαν εξοντώσαντες ολοκληρωτικώς γερμανικήν φάλαγγαν κινουμένη εκ Κύμης προς Χαλκίδα εις θέσιν Λαμπούσα. Η εξ περίπου 110 ανδρών δύναμις εξοντώθη. Λάφυρα περιήλθον εις χείρας του ΕΛΑΣ, δέκα αυτοκίνητα εκάησαν”. Οι πληροφορίες αυτές είναι φανερό ότι δοθήκανε από τη στρατιωτική αποστολή που συνεργαζότανε τότε με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Εύβοια και η βαρύτητα τους μετριέται με τη σημασία που είχαν στον καιρό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου για ολόκληρη την ανθρωπότητα οι εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού του Λονδίνου”.
Ο Στάθης Σαπουντζής από την Οκτωνιά, αδερφός του Δη μ. Σαπουντζή (Μπετόβεν) οργανωμένος τότε στην ΕΠΟΝ μεταξύ άλλων αναφέρει: “Εγώ λόγω της ηλικίας δεν μπορούσα να τους ακολουθήσω στα βουνά και έμεινα στην πολιτική οργάνωση στον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Εκείνη τη μέρα ήμουνα στο Αυλωνάρι για οργανωτική δουλειά. Πέρασε ο Αχιλλέας (Δημήτρης Σαρλής) με μια διμοιρία και μου είπε “πάμε για πανηγύρι θα έρθεις;” Τους ακολούθησα και όταν φτάσαμε μας μοίρασε μεριές-μεριές στο ποτάμι και πήγε επάνω στο αρχηγείο στο λόφο πάνω από το μνημείο όπου ήταν και ο Λόγγος ο Προκοπής, ο Εύριπος από το Σύνταγμα και μερικοί άλλοι που δεν τους θυμάμαι.
Ο Θανάσης ο Τζάνος ήταν μπροστά προς το Αλιβέρι με ένα οπλοπολυβόλο ιταλικό που το είχε στήσει κοντά στο γεφυράκι. Οι Γερμανοί πηγαίνανε τόσο αραιά που δεν μπορούσαμε να τους εγκλωβίσουμε. Άμα μείνει έξω από τη μάχη δεν μπορείς να τον βάλεις στο χέρι καλά γιατί οι Γερμανοί είχανε καλό οπλισμό, κάθε αυτοκίνητο είχε δύο μυδράλια πάνω και άμα προλάβαινε αυτοί να ρίχνουνε δε θα μπορούσαμε να κάνομε τίποτα. Κάθε ομάδα κτύπαγε από ένα αυτοκίνητο. Η μάχη δε στάθηκε αμφίρροπη παραπάνω από πέντε λεπτά. Ήταν τόσο κεραυνοβόλο το κτύπημα που δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν.
Η χάραξη του δρόμου ήταν η ίδια ακριβώς με τη σημερινή. Μαζί τους ήταν και τρεις γυναίκες από τις οποίες η μία σκοτώθηκε στο χώρο του μνημείου μέσα στο αυτοκίνητο του Γερμανού διοικητή της φάλαγγας. Η γυναίκα αυτή ήταν από το χωριό μας. Μετά την εξορία με στείλανε στη Μακρόνησο, δύο χρόνια πολίτης και ένα στρατιώτης στο Α' Τάγμα, τρία χρόνια έκανα πάνω στη Μακρόνησο και από κει με στείλανε έξω στις μάχιμες μονάδες.
Το ’48 λοιπόν υπηρετούσα στα Τρίκαλα και από την εξορία στην Ικαρία είχα μάθει να κουρεύω.
Στο στρατό στο Δεύτερο Σώμα Στρατού που έδρευε μέσα στα Τρίκαλα τότε, πάλι κουρέας ήμουνα. Είχε δώσει εντολή ο Διοικητής να μη πηγαίνω σε κανένα γραφείο να κουρεύω και να ξυρίζω.
Κάποια μέρα έρχεται ένας:
“Τα εργαλεία σου και στο γραφείο του Υποδιοικητή”.
Του λέω εγώ - “είναι εντολή του Στρατηγού να....”
- “Δική μου ευθύνη νάρθει” λέει και αναγκάστηκα πήγα και τον ξύρισα.- - Όταν τελείωσα με ρωτάει “τελείωσες;”
- Τελείωσα.
- Μώρε μπράβο χέρι που το ’χεις! Από πούθε είσαι.
-Από την Εύβοια.
- Από ποιό μέρος; - Οκτωνία.
- Εσύ σκότωσες ρε τη γυναίκα μου;
Τότε κατάλαβα ποιος είναι γιατί δεν τον γνώριζα αυτό τον άνθρωπο.
- Στρατηγέ μου ποιος σκότωσε τη γυναίκα σου δεν μπορώ να το ξέρω. Πόλεμος γινότανε σφαίρες ρίχνανε όλοι. Αλλά που σκοτώθηκε να στο πω αλλά καλύτερα να μη το μάθεις να μείνει όπως την ήξερες.
-Όχι μωρέ θα μου πεις!
Ε, του είπα ότι σκοτώθηκε μες τη κούρσα του Γερμανού, Διοικητού της φάλαγγας και βρέθηκε νεκρή στην αγκαλιά του.
Μου είχε αφήσει κάποιο τάληρο, δεκάρικο, το πήρε και σε δύο ώρες με έδιωξαν και πήγα πάλι στο Τάγμα Πεζικού.
Μ’ έδιωξε από το Δεύτερο Σώμα γιατί φοβήθηκε μήπως τυχόν και... Εγώ τους είχα βρεί στο πίσω κάθισμα με το Γερμανό, νεκροί όλοι όπως και ο οδηγός του αυτοκινήτου.
Το Βασίλη το Μήτρου τον φέραμε στο Αυλωνάρι με διαμπερές τραύμα στη σπονδυλική στήλη. Στα χέρια και στους ώμους τον πήγαμε στο Μαντράκι και μετά στο Αυλωνάρι. Είχε πολεμικό υλικό πάρα πολύ αλλά δεν μπορέσαμε να το πάρομε όλο διότι είμαστε μέσα στο Αλιβέρι, κοντά. Εγώ δεν μπόρεσα να πάρω τίποτα από τον οπλισμό των Γερμανών γιατί βοήθαγα τον τραυματία. Εκεί φωνάξαμε το γιατρό τον Κλεάνθη ο οποίος μας είπε ότι δε χωράει γιατρειά. Του είχε τρυπήσει τη σπονδυλική στήλη. Είχε μείνει παράλυτος. Διατηρούσε τις αισθήσεις του αλλά από τη μέση και κάτω δεν νοιωθε τίποτε.
Μάλιστα έμαθα μετά ότι ήρθε και ένα παιδί για να κάνει πλιάτσικο και έσκασε μια χειροβομβίδα και το σκότωσε. Άρα στην ουσία τα θύματα ήταν δύο. Μαρτυρία Νίκου Γκότση από το Χωριό Δάφνη: Την επόμενη ημέρα η περιοχή γέμισε από χωριάτες που ήθελαν να δουν την καταστροφή και έλπιζαν ότι θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους και κάτι από τον εξοπλισμό των Γερμανών.
Ας μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην Κατοχή και η επιβίωση ήταν δύσκολη υπόθεση. Μόλις όμως αρχίσαμε να ψάχνουμε τα καμένα αυτοκίνητα άρχισαν να μας κτυπούν από τους γύρω λόφους με οπλοπολυβόλα οι “Ράλληδες”, συνεργάτες των Γερμανών.
Εγώ μικρό παιδί, κατατρομοκρατήθηκα και μαζί με τους υπόλοιπους αρχίσαμε να τρέχουμε προς το χωριό Περιβόλια για να σωθούμε.
Μαρτυρία Βασίλη Ποθητάκη από το Αυλωνάρι: Μετά από λίγες μέρες βρέθηκα στη Λαμπούσα και με χαρά ανακάλυψα δύο ξυλόσομπες που είχαν μαζί τους οι Γερμανοί. Το χωριό μου απείχε γύρω στα επτά χιλιόμετρα. Άρχισα να τις μεταφέρω ως εξής: πήγαινα τη μία πεντακόσια μέτρα μακριά και έπειτα γύριζα και έπαιρνα την άλλη. Όταν έφτασα στο Αυλωνάρι μετά από πολύ κόπο πέφτω πάνω σ ’ ένα συγχωριανό, όνομα και μη χωριό.
- Πού τα βρήκες αυτά; - Στη Λαμπούσα είναι γερμανικές. - Φέρτες εδώ είναι πολεμικά λάφυρα και δε σου ανήκουν, μου λέει και μου τις παίρνει.
Τι να του πω δεκαπεντάρης τότε, του τις έδωσα και σε μένα έμεινε μόνο ο άθλος της μεταφοράς. Ακόμη και σήμερα που το σκέφτομαι απορώ με το κουράγιο μου πώς τις κουβάλησα!
Μετά από τη μεταπολίτευση άρχισε δειλά-δειλά να γιορτάζεται η ανάμνηση της μάχης. Για την ανέγερση του μνημείου ας σημειωθεί ότι μερίμνησαν αρχικά ομογενείς από τον Καναδά. Ενδιαφέρον έδειξε επίσης και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος.
Το μνημείο, σχεδιασμένο από τον κ. Σωκράτη Ιωαννίδη

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δουατζής Γ., “Η αντίσταση στην Εύβοια”, Αθήνα.
2. Δουατζής Γ., “Οι Ταγματασφαλίτες, Ντοκουμέντα από τα αρχεία τους...”,  Εκδόσεις Αδελφών Τοπουλίδη, Αθήνα.
3. Καΐλας Δημήτρης, “Η Εθνική Αντίσταση μέσα από τα Ηρώα και τα Μνημεία” Κέντρο Μελέτης Ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα 2000.
4. Κοινής Θ. Θοδωρής, “Το Καλαντάρι της Εθνικής Αντίστασης 1940-1945”, Αθήνα 1978, έκδοση Π.Ε.Α.Ε.Α.
5. Μαστρογιάννης Κώστας, “Χωρίς ανάσα”.
6. Νερούτσος Χρήστος, “Οι αναμνήσεις μου από την Εθνική Αντίσταση 1941-1944”, Εκδόσεις “Δελφίνια” Αν. Βούρβουλη-Νερούτσου.
7. Νικολάου Νίκου, “Περιφρονημένα ράσα στον Αντιστασιακό Αγώνα του Λαούμας 1941 -1944”, Αθήνα
8. Τζάνος Θανάσης, “Η Νότια Εύβοια στην Κατοχή”, Πασσά Εύβοιας 1991.
9. Σαπουντζής Κώστας (Μπετόβεν), “Αταφοι και Λησμονημένοι στα βουνά της Εύβοιας 1942-1949”, προσωπική μαρτυρία, Αθήνα 1995.
10. Σγάγιας Γρηγόρης, “Στην Εύβοια με τον Ανάποδο, μαρτυρίες”, Αθήνα 1999.
11. Σταμελιάς Δημήτρης, “Η μάχη της Λαμπούσας”, περιοδικό Εθνική Αντίσταση, τεύχος 78ο, Γενάρη ς-Μάρτης 1993.
12. Φούντας Παναγιώτης,

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ ΣΚΑΛΑΣ 15-1-1944

Στις 15-1-1944 στη μία μετά το μεσημέρι η Γερμανική μηχανοκίνητη φάλαγγα από 15 αυτοκίνητα με αυτόματα όπλα , πολυβόλα , αντιαρματικά πυροβόλα κι από 120 – 150 άντρες φτάνει στις οργανωμένες θέσεις των ανταρτικών τμημάτων .
Η διάταξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ , που διαθέτει τρία πολυβόλα Σαϊντετιέν και ατομικό οπλισμό χωρίς ολμίδια καμπύλης τροχιάς ( είχαν σταλεί στη Στερεά Ελλάδα για τις εκεί ανάγκες ) , ήταν η ακόλουθη : στη δεξιά πτέρυγα ( από την πλευρά προς τη Χαλκίδα ) είχε στηθεί το ένα πολυβόλο που το χειριζότανε ο αντάρτης Κώστας Κυριαζής ( Καραϊσκάκης ) από το χωριό Πολιτικά .
Στην αριστερή πτέρυγα ( από την πλευρά προς το Αλιβέρι ) όπου είχε αναπτυχθεί το υπό τον Παναγιώτη Μαμά ( Φιλόλαος ) τμήμα , είχε στηθεί το δεύτερο πολυβόλο με χειριστή τον αντάρτη Σπύρο Κουρόζο από το χωριό Πάλιουρα .
Επικεφαλής της διμοιρίας που είχε ταχθεί εκεί ήταν ο λοχίας Θανάσης Καρλατήρας ( Μαυροβουνιώτης ) από τους Στρόπωνες. Προς το τέλος της αριστερής πτέρυγας ήταν μία μικρή γέφυρα που είχε « υπονομευτεί » με εκρηκτικές ύλες για να ανατιναχθεί μόλις η γερμανική φάλαγγα θα βρισκόταν στη « ζώνη » ώστε να εγκλωβιστεί μέσα στο χώρο . Η « υπονόμευση » είχε ανατεθεί στο Δημ. Μπιλίρη που είχε παρόμοιες εμπειρίες από τα οχυρά της Μακεδονίας πριν από την Κατοχή . Οι άντρες του ΕΛΑΣ που είχαν στήσει ενέδρα εκεί , περίμεναν επτά εικοσιτετράωρα τον ερχομό των Γερμανών.
Όταν η γερμανική φάλαγγα πλησιάζει μπροστά από τις θέσεις της δεξιάς πτέρυγας, άρχισε να χτυπά το πολυβόλο Καραϊσκάκη εναντίον της , καθώς επίσης το πολυβόλο του Κουρόζου και η άλλη δύναμη των ανταρτών με ομαδικά πυρά .
Τα πρώτα γερμανικά αυτοκίνητα κινήθηκαν να βγουν από τη ζώνη του δρόμου που εβαλόταν , πέρασαν τη γέφυρα, που δεν ανατινάχτηκε και οι Γερμανοί έστησαν το πρώτο αντιαρματικό πυροβόλο.
Τα άλλα αυτοκίνητα με το άλλο αντιαρματικό έμειναν έξω από τη βαλλόμενη ζώνη και οι Γερμανοί έστησαν το άλλο τους πυροβόλο που κι αυτό άρχισε να βάλλει κατά των δυνάμεων του ΕΛΑΣ . Η μάχη κράτησε από τη μία το μεσημέρι μέχρι το βράδυ. Κατά τις νυχτερινές ώρες οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχώρησαν προς το μοναστήρι Αγιάς και τη Σέττα.

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ τα εξής :
1. Στο Αλιβέρι είχε γίνει πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη η οποία είχε πάρει απόφαση να μη γίνει καμιά πολεμική ενέργεια εναντίον των Γερμανών , για να μη γίνουν αντίποινα σε βάρος των κατοίκων . Όταν όμως ο στρατιωτικός διοικητής του 3ου τάγματος του ΕΛΑΣ Γιάννης Παλάσκας ( Σταυραετός ) έφτασε στις θέσεις των ανταρτών η μάχη είχε ήδη αρχίσει και δεν υπήρχε πλέον τρόπος να εφαρμοστεί η απόφαση .
2. Ο Θανάσης Τζάνος εκθέτει στη « Μαρτυρία » του : [ … ] Μαζί με τον ενεργό ΕΛΑΣ είχαμε οργανώσει και μία δύναμη από εφεδροελασσίτες με επικεφαλής τον ταγματάρχη Πηλιχό από του Γαβαλά . Όταν πήραμε την είδηση από τη Χαλκίδα δώσαμε ένα ραντεβού με τον Πηλιχό , να συναντηθούμε τη νύχτα της παραμονής της μάχης κάπου έξω από το Αλιβέρι για να βρεθούμε το πρωί στην Κακιά Σκάλα .
Ο Πηλιχός όμως δεν ήρθε στο ραντεβού και υποχρεώθηκα εγώ , που τον περίμενα όλη νύχτα , να πάω το πρωί στον Άγιο Λουκά και να συγκεντρώσω γύρω στους 15 εφεδροελασσίτες και να πάμε στη μάχη. Η γερμανική φάλαγγα δεν εξοντώθηκε , αλλά μέρος της . Κατά τη γνώμη μου , η ασυνέπεια του ταγματάρχη Πηλιχού, που δεν ήρθε με το εφεδρικό να καλύψει τις θέσεις του Μαυροβουνιώτη έπαιξε ανασταλτικό ρόλο.
3. Ο Νίκος Σιμιτζής στην έκθεσή του στο ΓΕΣ ισχυρίζεται ότι : η μάχη της Κακιάς Σκάλας εγένετο αφορμή ώστε τα παρά την αμαξωτήν οδόν κεφαλοχώρια Αλιβέρι , Βάθεια , Αμάρυνθος και Ερέτρια να εξοπλιστούν υπό του στρατηγού Λιάκου …. Ο Σταμάτης Καββαδίας ισχυρίζεται όμως ότι : Πέραν από το γεγονός ότι στα Ψαχνά εσχηματίστηκε λόχος Ασφαλείας στις 14/1/1944 , δηλαδή πριν από τη μάχη της Κακιάς Σκάλας , ο εξοπλισμός των κωμοπόλεων αυτών και η δημιουργία Λόχων Ασφαλείας σ΄αυτές , από τους ντόπιους , θα πραγματοποιούνταν ούτως ή άλλως. Ήταν ανάγκη « άμεση » και « απόλυτη » από τους Γερμανούς. Μόνος τρόπος για να πραγματοποιηθεί αυτό ήταν να υπάρχουνε μόνιμες φρουρές στα επίκαιρα αυτά σημεία .
4. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Β. Μπόνου οι Γερμανοί ήθελαν να προχωρήσουνε σε αντίποινα εκτελώντας Αλιβεριώτες. Ισχυρίζεται ότι κατάφερε να πείσει τους Γερμανούς να μην το επιχειρήσουν , ο Αλιβεριώτης γιατρός Παναγής Κόλιας ο οποίος περιέθαλψε τους τραυματίες .
Οι απώλειες των Γερμανών ήταν σοβαρές . Ο Νίκος Σιμιτζής αναγράφει 10 νεκρούς κι άλλους τόσους τραυματίες . Ο αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας Λιάκος αναφέρει 7 νεκρούς και 14 τραυματίες . Ο αντάρτης Γιάννης Τζαφέρος ( Μαραθώνας ) – που είχα την τύχη να γνωρίσω και να γίνω φίλος του , όταν υπηρετούσα ως δάσκαλος στον Άγιο Αθανάσιο – , 93 νεκρούς και 7 τραυματίες . Ο στρατιωτικός διοικητής του τάγματος Γιάννης Παλάσκας αναφέρει 75 νεκρούς και 29 τραυματίες . Αυτοί οι αριθμοί πρέπει να είναι και οι σωστοί ( δικαιολογούνται κυρίως από το χώρο που έγινε η μάχη και από τον αιφνιδιασμό που υπέστησαν οι γερμανικές δυνάμεις ) σύμφωνα με την εκτίμηση του Σταμάτη Καββαδία .
Οι απώλειες του ΕΛΑΣ ήταν : 1 νεκρός , ο λοχίας Θανάσης Καρλατήρας ( Μαυροβουνιώτης ) και δύο τραυματίες. Ο πολυβολητής Καραϊσκάκης και ο Γιάννης Καραγιάννης από το χωριό Κουρούνι (Κουρουνιώτης ).

Ο λαός μας τραγούδησε τη μάχη αυτή και τον ηρωικό θάνατο του ήρωα Μαυροβουνιώτη .
Ένα τραγούδι που ελάχιστοι σήμερα ξέρουν.

ΞΥΠΝΑ ΕΥΒΟΪΚΕ ΛΑΕ
Ξύπνα Ευβοϊκέ λαέ , ξύπνα και ήρθε η ώρα
τους Γερμανούς να διώξουμε εμπρός αδέρφια τώρα
Στις δεκαπέντε Γεναριού , η ώρα μεσημέρι ,
στην Κακιά Σκάλα, βρε παιδιά , τους είχαμε καρτέρι .
Βροντούν τα πολυβόλα μας και τα οπλοπολυβόλα
θερίζουν , σπέρνουν θάνατο , τα καταστρέφουν όλα
Πάνω στης μάχης τη φωτιά και την σκληρή την πάλη ,
μία ριπή τους έφαγε ένα της παλικάρι .
Πάνω στο βράχο ανέβηκε τα πάντα αψηφώντας ,
αλλ΄ άξαφνα ξαπλώθηκε στη γη ψυχομαχώντας .
Μαυροβουνιώτης ήτανε με λεβεντιά και χάρη ,
ήτανε του λαού παιδί κι άξιο παλικάρι .
Εμείς για το χατίρι του , τη λεβεντιά , τη νιότη ,
το μέρος ονομάσαμε Σκάλα Μαυροβουνιώτη .

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ

Στο χωριό Αη Γιώργης της Εύβοιας δόθηκε μιά από τις πρώτες μάχες του ΔΣΕ, που έμελλε να δείξει το αξιόμαχο του στρατού σε όλο το νησί...
Το 1947 και αφού το τμήμα του ΔΣΕ Ευβοίας με τον Θύμιο Καψή έχει περάσει και εδραιώσει τις θέσεις του στον νησί, οι αντάρτες αποφασίζουν να πλήξουν τις δυνάμεις της αντίδρασης και το φασισμού χτυπώντας το χωριό Αη Γιώργης, όπου υπήρχαν μεγάλες δυνάμεις Χιτών και ΜΑΥδων.
Αρχικά μιά ομάδα με επικεφαλής των αντάρτη Νίκο Μαχαιράκο (Γαμβέτα) ξεκίνησε να ανιχνεύσει τις δυνάμεις στο χωριό. Οι υπόλοιποι αντάρτες έμειναν κρυμμένοι στις παρυφές της πόλης όπου στήσανε και δύο οπλοπολυβόλα.
Το σύνθημα δόθηκε με βολές στο κτίριο της Χωροφυλακής. Οι δυνάμεις των ΜΑΥ μαζεύτηκαν γρήγορα στην πλατεία και άρχισαν να βάλουν στα υψώματα. Τα δύο πολυβόλα όμως δεν είχαν αρχίσει να ρίχνουν ακόμα και έτσι εκείνοι νόμιζαν ότι η μάχη θα δίνονταν με σποραδικές τουφεκιες.
Στο σημείο αυτό οι άνδρες του ΔΣΕ του θέρισαν και τους έτρεψαν σε φυγή.
Απο τα ΜΑΥ και την Χωροφυλακή κείτονταν 9 νεκροί και πάνω από 10 τραυματίες ενώ απο τον ΔΣΕ τραυματίσθηκαν επτά. Ο ΔΣΕ κατέλαβε το χωριό και μοίρασε προκηρύξεις τονίζοντας οτι ο δωσιλογισμός και ο φασισμός θα τσακίζονταν στο νησί. Απο τον Αη Γιώργη ο ΔΣΕ πήρε αρκετό οπλισμό αφού αφόπλισε την Χωροφυλακή και τα ΜΑΥ. Πολλά όπλα βρέθηκαν και σε σπίτια Χιτών.
Οι τραυματίες ΜΑΥδες και χωροφύλακες αφοπλίσθηκαν και στάλθηκαν σπίτια τους.
Το πλήγμα αυτό στον φασισμό πανικόβαλε όλο το παρακράτος του νησιού που πιά θα σκέπτονταν διπλά τις πράξεις του καθώς και τον στρατό.

ΤΑ ΘΑΡΡΟΥΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Γεωργίου Β. Γιαννούλη ιερέως

Αναγνώστη
Αυτές οι αναμνήσεις που περιγράφω στο μικρό αυτό κείμενο, αρχίζουν από το έτος 1939. Περιλαμβάνει την περίοδο της κατοχής και τελειώνει το έτος 1983 όπου η κυβέρνηση της Ελλάδος αναγνώρισε την εθνική αντίσταση. Όπως ακριβώς τα έζησα προσωπικά, περιγράφω τα κυριότερα γεγονότα, αποφεύγω λεπτομέριες και συμπεριφορές ανθρώπων που στεναχώρησαν και έβλαψαν συνανθρώπους σε μια δύσκολη και μαύρη εποχή για την Ελλάδα καταπατημένη από τρείς κατακτητές, όπου τις συνέπειες πλήρωσε και το μικρό μας χωριό Θαρρούνια, με τη σωστή του τοποθέτηση στην Κατοχή.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
ΚΑΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Σ’ΑΥΤΗΝ
ΑΠΟ ΤΟ 1939 ΕΩΣ ΤΟ 1949

Θαρρούνια
Το χωριό μου το αγαπώ πολύ! Ξέρω πως για τους ξένους δεν αξίζει τίποτε! Αλλά πώς να το κάνω; Για μένα είναι η ιδια μου η ζωή, γιατί κάθε κλαρί και πέτρα του μού θυμίζουν πρόσωπα και πράματα που μιλούνε μέσα στην ψυχή μου, μου φέρνουν στο μυαλό όμορφες στιγμές και γεγονότα θλιβερά που έζησα, ένοιωσα και μείνανε ολοζώντανα γραμμένα στην παιδική μου ψυχή. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, εκεί με βρήκε η Κατοχή δεκαεπτάχρονο παιδί, εκεί έμαθα τα πρώτα γράμματα, εκεί έπαιξα τα απλά παιχνίδια φίκιο και αμάδες, εκεί βρήκα την πιο όμορφη ψυχαγωγία με φίλους καλούς και συγγενείς, εκεί με άγγιξαν χαρές και λύπες, εκεί. έφτιαξα οικογένεια, εκεί ταφήκαν οι γονείς μου, αδέρφια μου και συγνενείς αγαπητοί.
Εκεί κοντά τους θα αναπαυθώ κι εγώ!
Αυτή την εξιστόρηση ή αφήγηση για τη συμβολή του χωριού μου στην Εθνική Αντίσταση τολμώ, επειδή ακριβώς το αγαπώ! Πιστεύω ότι καλό είναι να υπάρχει ένα γραπτό κείμενο -από πρώτο χέρι- γιατί οι περισσότεροι που έπαιξαν ρόλο με τη συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση, δυστυχώς έφυγαν από αυτή τη Ζωή. Και έφυγαν χωρίς να χαρούν την αναγνώριση από την πολιτεία μιας τιμής που δικαίωσε τη θέση κάθε αγωνιστή, που πήγε ενάντια στους κατακτητές. Έφυγαν με το πικρό παράπονο του εχθρού της πατρίδας. Πρέπει λοιπόν να μάθουν τα παιδιά μας τη συμβολή του χωριού τους σ’ ένα αγώνα δίκαιο και εθελοντικό.
Θα προσπαθήσω να αιτιολογήσω πώς τα Θαρρούνια βρέθηκαν πρωτοπόρα και σε μεγάλο ποσοστό στην Εθνική Αντίσταση, εν αντιθέσει με τα γύρω χωριά, που τήρησαν διαφορετική γραμμή.
Θα αποφύγω να αποκαλύψω τις λίγες εξαιρέσεις που στάθηκαν εμπόδιο στον ωραίο αυτόν αγώνα με τα καμώματά τους. Το κάνω αυτό, να μη στενοχωρήσω κι αυτούς και τα παιδιά τους.
Αναγκάζομαι να χρησιμοποιώ το όνομά μου, όχι για προβολή και περιαυτολογία, αλλά γιατί δεν γράφω μυθιστόρημα, γράφω γεγονότα αληθινά πέρα για πέρα, όπως ακριβώς τα έζησα εγώ και μάλιστα πολύ έντονα όλη αυτή την περίοδο.
Και πρώτα αρχίζω από τον εαυτό μου, πώς και τι συνέβη και ακολούθησα ιδέες προοδευτικές σε μια εποχή με πολίτευμα τη δικτατορία.

1939

Είμαι μαθητής της 2ας Ημιγυμνασίου στο Αλιβέρι. Οργανωμένο μέλος της ΕΟΝ του Μεταξά. Μέσα στα μαθήματα τα συνηθισμένα, πρωτεύουσα θέση έχει το μάθημα της “Εθνικής Αγωγής”. Τα κεφάλαιά του αναγκαζόμαστε να τα μαθαίνουμε απ’έξω και αυτολεξεί, σαν να είναι δόγματα. Η στολή του φαλαγγίτη που φόρεσα και στοίχισε στον μακαρίτη τον πατέρα μου δέκα φορτία ξύλα -γυρίζοντας τις γειτονιές του Αλιβεριού με μισό τσαρούχι τρύπιο στα πόδια του- για να τα πουλήσει! (Ταλαίπωρε πατέρα, πόσο σε σκέπτομαι τώρα!).
Οι παρελάσεις με τον χιτλερικό χαιρετισμό, τα εμβατήρια “Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά, πατέρα, γιατί λάμπει ο ήλιος έτσι, γιατί φέγγει έτσι η μέρα;” κλπ, έχουν όλα αυτά ποτίσει και μολύνει την παιδική και νεανική μου ψυχή. Έχω πιστέψει απόλυτα πως ο δικτάτορας είναι πατέρας μας! Μου έχει γίνει συστηματική πλύση εγκεφάλου. Την 4η Αυγούστου τη θεωρώ ανώτερη και από την 25η Μαρτίου, εθνική γιορτή. Η δικτατορία έχει επιβάλει τον γιορτασμό της με χαρές και πανηγύρια. Το φτωχό μου χωριό, στον χώρο δίπλα στην Εκκλησία, πανηγύριζε κάθε χρόνο με όργανα και φαγητά τη μαύρη μέρα της 4ης Αυγούστου (κατοπινή διαπίστωση).
Κάθε φτωχόσπιτο είχε κρεμάσει και από μια σημαία, ήθελε δεν ήθελε! Αυτή την εποχή ξεφύτρωσαν άνθρωποι που ανάφερναν στην Αστυνομία το μεγάλο κακό: να μην έχει ένας φτωχός σημαία! Οι συνέπειες ήταν ανάλογες!
Σ’ αυτή την ψυχολογική κατάσταση βρίσκομαι, ποτισμένος με τα νάματα της δικτατορίας αυτή την εποχή.
Τότε ακριβώς διορίζεται και έρχεται στο χωριό μου δάσκαλος ένας νέος με πολλά χαρίσματα. Μορφωμένος εκπαιδευτικός και στην εμφάνιση λεβεντάνθρωπος. Λεγότανε Γεώρνιος Ιωάννου Σταμάτης. ‘Ηταν από τη Λιλαία Παρνασσίδος.
Γνωριστήκαμε. Με πλησίασε με καλοσύνη. Οι ιδέες του ήταν προοδευτικές, δημοκρατικές. Δεν έμαθα αν ήταν μέλος του Κ.Κ, δεν μου έκανε ποτέ λόγο. ‘Ηταν πολύ καταδεχτικός, σεμνός, τιμούσε τους γέρους και αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Συχνά ερχόταν στο σπίτι μου, που ήταν πολύ κοντά στο σχολείο -καθώς και σε όλα τα σπίτια- καθόταν συνέτρωγε μαζί μας στον σοφρά, χωρίς να σιχαίνεται την ακαταστασία μας και τη βρομιά μας (γνώρισμα της εποχής εκείνης). Η ευγένεια και η καλή του συμπεριφορά τον έκαναν πολύ αγαπητό σ’ όλο το χωριό. Από τους μαθητές του αγαπήθηκε όσο κανείς δάσκαλος, γι’ αυτό μέχρι σήμερα δεν τον ξεχνούν. Εκτός από τα μαθήματα, έλεγε και έδειχνε τρόπους στους χωριάτες για καλυτέρεψη στις μικροκαλλιέργειές τους.
Είχε δημιουργήσει φυτώριο στο προαύλιο της Παναγίτσας και τα Σαββατοκύριακα λάβαινα κι εγώ μέρος στο πότισμα, σκάψιμο, περιποίηση. Τα δεντράκια που μεγάλωναν, τα έδιναν στους χωριάτες (κυρίως μυγδαλιές) να τα φυτέψουν στα χωράφια τους
Οι συχνές επαφές μας και συζητήσεις, μας έφεραν πιο κοντά και τα Σαββατοκύριακα και τις μέρες Χριστουγέννων και Πάσχα -συνήθως δεν έφευγε- κάναμε παρέα. Πηγαίναμε και για κυνήγι σε καρτέρι για λαγούς (δεν είχαμε σκοτώσει όμως κανένα). Οι συζητήσεις μας επόμενο ήταν να επεκταθούν και στην πολιτική κατάσταση που επικρατούσε.
Με πολλή προσοχή άρχισε να μου λέει για τις αδικίες που επικρατούν στον κόσμο, τις διάφορες ανισότητες, έκανε σύγκριση της σκληρής ζωής του χωριού μου με την εύκολη ζωή των πλουσίων, την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στη θρησκεία μας, που διδάσκει ισότητα, αγάπη, και δεν επιτρέπεται άλλος να πεινάει και άλλος να μεθάει!!
Επιχειρήματα στηριγμένα στο Ιερό Ευαγγέλιο. Μου τα έλενε με καλοσύνη και υπομονή και μου ζητούσε να λέω τις αντιρήσεις μου. Αλλά πού να διαφωνήσω; Δεν είχα βάσεις να αντιταχθώ. Άρχισα να υιοθετώ τις γνώμες του και να επιζητώ τέτοιου είδους συζητήσεις. Ήδη η στροφή μέσα μου έχει γίνει. Με μαθαίνει τα κακά της δικτατορίας, τα βασανιστήρια που επιβάλλει στους ανθρώπους, που το μόνο κακό τους ήταν ότι πίστευαν σε διαφορετικό πολιτικό σύστημα.
Αυτές τις διαλογικές συζητήσεις τις έκανε σε όλους τους χωριάτες σε κοινωνικά γεγονότα (βαπτίσεις, γάμους), που ερχόταν σε στενή επικοινωνία. Ακόμα και με τους μαθητές της Πέμπτης και Έκτης Τάξης έκανε κοινωνικές προοδευτικές συζητήσεις. Είχε γίνει φίλος μαζί τους, όπως με τους μαθητές του Γ.Β. Καπενή και Ε.Κ. Καπενή, που δεν τον ξεχνούν και ακολούθησαν τις ιδέες του μέχρι σήμερα.
Παρέα αχώριστη ήταν και με τον Σταύρο Παλόγο (τυφλό), που πιο κάτω θα γράψω περισσότερα γι’ αυτόν. Επίσης με τον Κ.Γ. Μωλέ (Ζαΐμη) -φίλοι αχώριστοι και του βάφτισε ένα παιδί, τη Σταυρούλα. Και τους δύο αυτούς τους άλλαξε τις ιδέες ριζικά. Από τότε η λέξη κομμουνιστής δεν μας φόβιζε και τόσο. Είχαμε ακούσει και μάθει από τους γονείς μας, ότι οι κομμουνιστές είναι κακούργοι, ότι δεν έχουν οικογένεια, δεν έχουν θρησκεία, όποια γυναίκα θέλει ο καθένας τη βιάζει και κάνουν ό,τι κακό μπορεί να φανταστείς! Παίρνουν τις περιουσίες των άλλων για δικές τους! Και μας είχε πιάσει φόβος και τρόμος να μη μας πάρουν τα χωράφια μας!!

Οκτώβριος του 1940

Πόλεμος, 28 του μήνα, το πρωί. Χτύπησε η καμπάνα του χωριού πολλές φορές και γρήγορα! Τι είναι; Πόλεμος! Πόλεμος! Συγκεντρωθήκαμε στο χοροστάσι, εκεί στον Άη Γιώργη. Κλάματα και τρόμος! Ράδιο δεν υπάρχει! Το τηλέφωνο δουλεύει και γρά- φουμε τα τηλεγραφήματα για επιστράτευση.
‘Ωρα 9 έφτασε ο ταχυδρόμος, ο Κ. Ρέτσας.
Έδεσε το άλογό του στο περνάρι του Γιάννη του Κιούση, όπου ήταν το στέκι του, κατέβασε τη σάκα του γεμάτη χαρτιά και έβγαλε μια προκήρυξη με κεφαλαία γράμματα, που θυμάμαι την επικεφαλίδα που έγραφε:
ΕΛΛΗΝΕΣ, Η ΠΑΤΡΙΣ ΣΑΣ
ΣΑΣ ΚΑΛΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΙΤΕ.
ΤΡΕΞΕΤΕ ΥΠΟ ΤΑΣ ΣΗΜΑΙΑΣ.

Οι νέοι του χωριού έτρεξαν για τη σωτηρία της πατρίδας. Τα ζώα μας κι αυτά μέσα μεταφοράς της εποχής, κι αυτά για τον αγώνα.
Εδώ σημειώνω τα πρώτα σημάδια εξαιρέσεως γι’ αυτούς που δεν τους πήραν τα ζώα, βγάζοντάς τα ως άχρηστα! Είναι οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι της κάθε εποχής!
Ο δάσκαλός μας, από τους πρώτους και με το χαμόγελο, έτρεξε να φράξει τον δρόμο του άδικου εισβολέα.
‘Οταν oι εχτροί διώχτηκαν από το Ελληνικό έδαφος και μπήκαν στην Αλβανία, ο δάσκαλος δεν σταμάτησε την επικοινωνία μαζί μου. Σ’ ένα γράμμα του, μου έγραφε: “Η άδικη επίθεση του φασισμού άρχισε ήδη να πληρώνεται. Σε λίγο, να είσαι βέβαιος, η Αδριατική θα τους δεχτεί για ένα ψυχρό ντουζ....’’.

1941

‘Ηρθε η κατάρρευση. Η Ελλάδα γονάτισε. Ο κατακτητής απλώθηκε παντού. Οι κατά τόπους συνεργάτες του στις δόξες τους! Ο δάσκαλος από την ηρωϊκή Λιλαία μάς γράφει. Δεν αποκόπτεται, γιατί κι αυτός μας αγάπησε. Γράφει, αλλά με υπονοούμενα πλέον. ‘Ηρθε στο χωριό, αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς πότε.
‘Ηρθε να μας χαιρετήσει για τελευταία φορά, αλλά συγχρόνως να μας θυμήσει το χρέος μας σαν Ελλήνων σκλαβωμένων και να φανούμε αντάξιοι των πατέρων μας, που με το αίμα τους έδιωξαν τον τούρκο κατακτητή.
Μας είπε ότι στη Ρούμελη είναι πολλοί νέοι έτοιμοι να ανέβουν στα βουνά. ‘Οσο για όπλα, έχουν πολλά κρυφτεί σε σπηλιές, την εποχή που έσπασε και κατάρρευσε το μέτωπο. Η ώρα δεν αργεί. Για σας που είστε νησί, ακόμα δεν είναι καιρός. Μας είπε να φυλαγόμαστε από τους συνεργάτες των εχθρών μας και να μη μεταδίδομε αυτά όπου κι όπου, αλλά να τα γνωρίζει ο κύκλος μας και πως γρήγορα θ’αρχίσει η πάλη για τη λευτεριά.
Μας έκανε το τραπέζι μ’ ένα κοτόπουλο στο μαγαζί, τραγούδησε το “Γιάννο και την Παγώνα’’, που ήταν το προσφιλές του τραγούδι (γιατί έτσι λέγανε τον πατέρα και τη μάνα του) και μας είπε: “Ίσως να μην ξανάρθω”. Και δεν ξανάρθε πράγματι. Ανέβηκε στο βουνό από τους πρώτους με το όνομα ΒΡΑΧΑΤΗΣ, πολέμησε τον κατακτητή ψυχή τε και σώματι, αλλά η μοίρα τού είχε γράψει να μη γνωρίσει τη λευτεριά της πατρίδας μας από τους νέους κατακτητές! Σκοτώθηκε κοντά στο χωριό του στις αρχές του εμφύλιου πολέμου το 1946 και τάφηκε το σώμα του χωρίς το κεφάλι! Οι κυνηγοκεφαλοί της εποχής πήραν τα λύτρα της βαρβαρότητας και του σαδισμού τους! (Αλήθεια, πώς αισθάνονται άραγε αυτοί και τα παιδιά τους;).
Η κυβέρνηση του βουνού τού απένειμε τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη για την ηρωϊκή του δράση. Κατά τη γνώμη μου, η προσωπικότητα του Γιώργου Σταμάτη έπαιξε βασικό και σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του δημοκρατικού προοδευτικού πνεύματος και κινήματος στο χωριό μου. Πριν τον ερχομό του, τα Θαρρούνια κατά 90% ψήφιζαν το Λαϊκό κόμμα και μόνο το 10% το Βενιζελικό. Είναι αδιαφιλονίκητα ο πρώτος που έριξε τον σπόρο της δημοκρατίας στο χωριό μου, τον φρόντισε και τον καλλιέργησε με την καλή του και φωτισμένη συμπεριφορά και το αποτέλεσμα φάνηκε με τη διαφοροποίησή του από τα γύρω χωριά. Το χωριό μου οφείλει να δώσει το όνομά του σε κάποιο δρόμο του, εις ανάμνηση. Πιστεύω πως σύντομα θα το κάνει....

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Τα Θαρρούνια βρίσκονται στην κεντρική Εύβοια, σύνορο της επαρχίας Καρυστίας με την επαρχία Χαλκίδας. Η θέση τους είναι μειονεκτική και δεν ευνοούσε τη μόνιμη παρουσία των ενόπλων τμημάτων της Εθνικής Αντίστασης - όταν δημιουργήθηκαν αργότερα οι οργανώσεις της Αντίστασης. Βρίσκεται χτισμένο μέσα σε φαράγγι. Ηταν όμως η σκοπιά και η προφυλακή, το μάτι του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ, που η έδρα του ήταν Σέττα, Μακρυχώρι, Μανίκια, Επισκοπή. Τα Θαρρούνια λοιπόν σε όλο το διάστημα της Αντίστασης ήταν η νεκρή ζώνη. Η περιοχή του Αλιβερίου μέχρι Παναγιά ήταν στη διάθεση των κατακτητών.
Μέσα σ’ αυτή την άσχημη τοποθεσία που βρίσκεται το χωριό Θαρρούνια, εντούτοις είχε την καλύτερη οργάνωση, την πιο δραστήρια και την πιο ζηλευτή.

Πριν προχωρήσω πώς αναπτύχθηκε, αναφέρω με λίγα λόγια την προσφορά του στον αγώνα της Αντίστασης. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο έλαβαν μέρος γύρω στους 40 άνδρες. Δύο σκοτώθηκαν στα αλβανικά βουνά:
1ος Βασίλειος Γ. Γιαννούλης
2ος Νικόλαος Ε. Καπενής

Στην Αντίσταση. Στον ΕΛΑΣ έλαβαν μέρος οι:
Κωνσταντίνος Η. Κιούσης
Δημήτριος Α. Γιαννούλης
Απόστολος Γ. Μωλές

Στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ Οργανωμένοι 12 νέοι ένοπλοι
Στην ΕΠΟΝ 10 νέοι
5 Αετόπουλα
Στις Επιτροπές Εθνικής Αλληλεγγύης. Στην Επιμελητεία του Αντάρτη
Στη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση συμμετείχαν και υπηρέτησαν άνδρες με κύρος και πρόσφεραν με χαρά και με ευθύνη τον εαυτό τους. Γυναίκες συμμετείχαν στις λαϊκές συνελεύσεις και για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τη συμμετοχή τους και την ψήφο τους έκαναν επιλογή για επιτροπές, μέλη ή για διάφορες αποφάσεις.
Δύο σπίτια κάηκαν, γύρω στα δέκα λεηλατήθηκαν και γλίτωσαν τη φωτιά λόγω επαφής των με άλλα. Επτά άτομα φυλακίστηκαν, ένας για τη Μακρόνησο, δύο για τη Γερμανία. Χιλιάδες κότες και εκατοντάδες γιδοπρόβατα άρπαξαν με τη βία να φάνε οι κατακτητές και οι συνεργάτες τους. Αυτά βέβαια γίνονταν με υποδείξεις ανθρώπων (ειδικών!), που δεν λείπουν σε κάθε τόπο και είχαν την προθυμία να εξυπηρετήσουν τους κατακτητές! Οι πιο καλοί προμηθευτές σε ζωντανά αγαθά κλπ, ήταν οι. τσοπάνηδες, οι Μωλέδες και σι Γιαννούληδες και Παλόγηδες!

1942 Κατοχή και Πείνα

Στα Θαρρούνια υπάρχει ψωμί και λάδι. Οι ελιές είχαν μεγάλη καρποφορία, σαν να ήθελαν να μας γλιτώσουν από την επερχόμενη ανέχεια και πείνα. Οι μαυραγορίτες έκαναν την εμφάνισή τους. ‘Ηταν ένα είδος ανθρώπων που μετακινούντο από τις πόλεις προς τα χωριά και έφερναν διάφορα είδη, κυρίως ρόδες αυτοκινήτων, σχοινιά, και μας έπαιρναν ψωμί και λάδι. ‘Ηταν οι πονηροί της εποχής εκείνης.
Το χωριό αρκείται σ’ αυτά που έχει. Τα ρούχα τα φτιάχνουν οι γυναίκες στον αργαλιό και είναι από μαλλί προβάτων. Αυτό τον χρόνο καραβάνια από ανθρώπους που τους θέριζε η πείνα, μας επισκέπτονται, και κυρίως από τα χωριά της Κύμης, αλλά και από τις μεγάλες πόλεις. Πουλάνε ότι έχουν, όσο όσο, για να κρατηθούν στη ζωή (μεγάλο κακό η πείνα!).
Δυστυχώς παρατηρήθηκε το φαινόμενο να βαστάει η καρδιά ορισμένων χωριανών μου να παίρνουν είδη μεγάλης αξίας για ένα κομμάτι ψωμί. Το φαινόμενο αυτό συνέβη και μεταξύ των χωριανών. Δηλαδή μερικοί που τους άγγιξε η πείνα, έδωσαν χωράφια και ελιές για λίγο λάδι ή ψωμί! Δεν θέλω να σχολιάσω το σημείο αυτό!
Πέθαναν και δύο ή τρία άτομα στο χωριό, όχι βέβαια απόλυτα από πείνα, γιατί είχαν και προβλήματα υγείας, αλλά η πείνα τους έδωσε τη χαριστική βολή.
Οι κατακτητές Ιταλοί κάθε λίγο και λιγάκι κάνουν τις επιδρομές τους και παίρνουν ό,τι ποθεί η καρδιά τους. Συνοδευόμενοι από τον Πρόεδρο ή τον αγροφύλακα, κάνουν τις επιλογές τους και παίρνουν (δήθεν) από τους πιο εύπορους του χωριού, ενώ ουσιαστικά οι επιλογές τους ήταν πολύ μεροληπτικές! Το έργο τους ήταν αληθινά πολύ άχαρο και μισητό. Λάδι, τυρί, αυγά, κοτόπουλα, κατσίκια και αρνιά ανοίγουν την όρεξη των κατακτητών και το έργο αυτό δεν έχει σταματημό. Αυτή η αφαίμαξη άρχισε πια να μας ανησυχεί! Αρχίσαμε να κρύβουμε στα κατώγια και σε τρύπες λάδι, τυρί και ό,τι μπορούσαμε.
Στη νέα αυτή πραγματικότητα υπομένουμε καρτερικά, χωρίς να παραμελούμε τις δουλειές του γεωργού, του κτηνοτρόφου. Η αυτοσυντήρηση, το ένστικτο αυτό της ζωής θεριεύει μέσα μας και μας ζωογονεί. Το αύριο το βλέπουμε πολύ σκοτεινό, γιατί ακούμε και βλέπουμε να θερίζει η πείνα και οι ζωντανοί να μοιάζουν σαν σκελετοί.
Μια μέρα εκεί στο χοροστάσι, στον ‘Αη-Γιώργη, βλέπω ένα παιδί μέχρι δέκα χρονών να μη μπορεί να σηκωθεί από αδυναμία στα πόδια του και προσπαθούσε να φάει λίγο αλεύρι που είχε στη φούχτα του! Με πιάσανε τα κλάματα και μέχρι σήμερα είναι τυπωμένη μέσα μου αυτή του η προσπάθεια για να ζήσει!
Οι κατακτητές πιέζουν αφόρητα. Τώρα με διαταγή τους ζητάνε να τους παραδώσουμε τα όπλα. Ότι παλιό υπήρχε, γκράδες, πιστόλια, κυνηγετικά γενικά. Όπλα καλά είχαν λίγοι. Η διαταγή ήταν αυστηρή. Η τιμωρία ήταν μία και μοναδική: Θάνατος! γι’αυτούς που δεν θα συμμορφώνονταν.
Παρ’ όλη την αυστηρότητα και τη σοβαρότητα, το χωριό έδειξε ομοψυχία. Παρέδωσαν ορισμένοι κάτι παλιά και άχρηστα και τα πιο καλά τα κράτησαν. ‘Ενας όμως είχε καταδοθεί ότι είχε οπισθογεμές όπλο καλό και δεν το παράδωσε. Αυτός ήταν ο Γιώργης Βασιλείου. Συνελήφθη και μέσα στου παπά το σπίτι τον γυμνώσανε και με αλυσίδες τον έδερναν δύο. Τον άφησαν λιπόθυμο χωρίς να του αποσπάσουν λέξη.
Μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση που ανέφερα με πολύ λίγα λόγια, ζούμε και αρχίζουμε να φοβάται ο ένας τον άλλο. Οι Ιταλοί, πλαισιωμένοι με τους συνηθισμένους πράκτορές τους, που γνώριζαν και τη γλώσσα (όπως ήταν ο Ταλαμάγκας από τη Βρύση), περιφέρονται, τρώνε και πίνουν, εκβιάζουν και όλα γι’ αυτούς πάνε πολύ καλά.
Σ’ αυτή ακριβώς τη δύσκολη για το χωριό μας εποχή, σ’ αυτό το χάος και προς το τέλος του 1942, ακούστηκε φήμη από στόμα σε στόμα ότι βγήκαν αντάρτες στα βουνά της Ρούμελης, με αρχηγό έναν που τον έλεγαν ΑΡΗ! Αυτό το χαρμόσυνο άγγελμα μας έφερε κουράγιο στην απελπισιά μας, στήριγμα στα πόδια μας, χαρά στην ψυχή μας. Σε πολύ λίγους έφερε τελείως διαφορετική κατάσταση! Τους έφερε φόβο και προβληματισμό! ‘Αρχισαν να γίνονται επιφυλακτικοί. Οι πληροφορίες έρχονται απανωτές μέρα με τη μέρα και επιβεβαιώνονται κυρίως από τους μαυραγορίτες και μάλιστα πολύ φουσκωμένες! (Αυτό μας έκανε καλό). Το πεσμένο ηθικό μας αναπτερώθηκε. Τότε κυκλοφόρησε η πληροφορία πως στην Αθήνα δημιουργήθηκε μια αντιστασιακή οργάνωση, που την έλεγαν ΕΑΜ, Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο!
Το ηθικό μας, ο πατριωτισμός μας είχε καλλιεργηθεί, όπως έγραψα παραπάνω, από τον αείμνηστο Γ.Σταμάτη. Μέσα μας βρισκόταν σε λανθάνουσα κατάσταση. Τώρα, με τα νέα αυτά, είμαστε ψυχολογικά έτοιμοι.
Νύχτα, βράδυ, Οκτώβρης του 1942, μας επιβεβαιώθηκαν τα καλά νέα. ‘Ηρθε κάποιος να μας πληροφορήσει υπεύθυνα και είπε ότι ήταν μέλος της οργάνωσης του ΕΑΜ, που είχαμε ακούσει. Μαζευτήκαμε καμιά δεκαριά στα πέτρινα πεζούλια της αυλής του καφενείου του Χ. Καπενή και με λαχτάρα περιμέναμε τι θα μας πει. Ο νυκτερινός επισκέπτης μέσα στο πυκνό σκοτάδι της νύχτας άρχισε να μιλάει με μεγάλη ευχέρεια για τη σκλαβωμένη πατρίδα μας, για τα κακά που έχει κάνει ο κατακτητής σε άλλα μέρη και ότι μας περιμένουν συμφορές μεγάλες αν δεν πολεμήσουμε μόνοι μας για τη λευτεριά μας. Μας είπε τα νέα της Ρούμελης και το αυτό να κάνουμε κι εμείς. Τα λόγια του μίλησαν στην καρδιά μας. Είπε ότι είναι απεσταλμένος για την πρώτη γνωριμία και ότι σε λίγες ημέρες Θα μας επισκεφτεί άλλος συναγωνιστής (έτσι μας είπε πως πρέπει να λεγόμαστε μεταξύ μας), αρμόδιος για την οργάνωση. Τον άνθρωπο αυτό τον έλεγαν Αυγερινό (έτσι μας συστήθηκε), ήταν το ψευδώνυμό του.
Βάλσαμο και δροσιά ήταν τα λόγια του. Φύγαμε για τα σπίτια μας κι αυτός για άγνωστη κατεύθυνση. Η αγωνία όμως άρχισε να μας τρώει πότε θα έρθει το άλλο πρόσωπο να κάνουμε κι εμείς ό,τι κάνουν όλοι οι ‘Ελληνες, να οργανωθούμε για τον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης.
Και να, ήρθε! Νύχτα κι αυτός. Εμείς τα ίδια πρόσωπα και στο ίδιο σημείο. Τον ακούμε με θρησκευτική ευλάβεια και συγκίνηση. Μας ανέπτυξε τους σκοπούς του ΕΑΜ, που είναι δύο:
1ος η απελευθέρωση της πατρίδας μας και
2ος κοινωνική δικαιοσύνη.
Μας μίλησε για τη δράση του ΕΛΑΣ (έτσι ονομάστηκε ο στρατός των ανταρτών) στη Στερεά Ελλάδα, και ότι πολύ σύντομα θα έρθει στην Εύβοια πολύ μεγάλος αριθμός ενόπλων ανταρτών και ότι είναι ανάγκη να γίνει το γρηγορότερο η οργάνωση, που θα είναι σε κάθε χωριό η Κυβέρνησή του. Τόνισε και επέστησε την προσοχή σ’ όλους μας, να μη συνεργάζεται κανένας με τους κατακτητές, γιατί όποιος παραβεί την εντολή αυτή, τον περιμένει του Θ. Κολοκοτρώνη το απόφθεγμα "φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους". Δηλώσαμε προφορικά την προθυμία μας και τον ενθουσιασμό μας και τη συμμετοχή μας με όλη μας την καρδιά για ν’ αγωνιστούμε οργανωμένοι για τους πιο πάνω σκοπούς του ΕΑΜ που μας ανέπτυξε. Τον λέγανε Πολύφημο, φορούσε στρατιωτική στολή και ήταν οπλισμένος με μικρό αυτόματο (στη μετέπειτα πορεία της Οργάνωσης δεν τον ξανασυνάντησα). ‘Ομως διατηρώ τα λόγια του στη μνήμη μου, καθώς και τη σιλουέτα του μέσα στο σκοτάδι της βραδιάς εκείνης.

ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ1943

Το χωριό μας υποδέχεται τον Νίκο Δ. Παναγιώτου (Καρυστινός), από τη Βρύση. Είναι πρόσωπο γνωστό, καθηγητής φιλολογίας και μέλος του Κ.Κ. Είναι ο αρμόδιος απεσταλμένος να ιδρύσει την Οργάνωση του ΕΑΜ στα Θαρρούνια. Φορούσε πολιτικά ρούχα και ήταν οπλισμένος. Συγκεντρωθήκαμε αρκετοί, γύρω στους πενήντα. Μας μίλησε κι αυτός για τους σκοπούς του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ αγκαλιάζει ισότιμα όλα τα κόμματα και δεν σκοπεύει στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. ‘Εγινε η εκλογή του υπεύθυνου του ΕΑΜ Θαρρουνίων. Προτάθηκε ο Νικόλαος Ι. Κουσερής ή Κυρήμης. Εγκρίθηκε διά βοής. Γράφτηκε στα χαρτιά του Ν. Παναγιώτου και ακολούθησε η θεληματική εγγραφή μελών. Γραφτήκαμε συνολικά 15 άτομα ως μέλη του ΕΑΜ και τα οποία στη συνέχεια αποτελέσαμε τη σπονδυλική στήλη μετέπειτα των οργανώσεων του εφεδρικού ΕΛΑΣ, της ΕΤΑ, της ΕΠΟΝ, της ΕΑ, της αυτοδιοίκησης, του Λαϊκού Δικαστηρίου.
Τον Μάιο του 1943 συνέβη το εξής. Δάσκαλος υπηρετούσε στο χωριό μας ο Σταύρος Μεταξάς από τον ‘Αη Γιάννη. ‘Ηταν δημοκρατικός στο φρόνημα και οργανωμένος στο ΕΑΜ κατά το τριαδικό σύστημα. ‘Αγνωστο πώς, οι κατακτητές Ιταλοί έμαθαν του δάσκαλου τη θέση εναντίον τους και στις 7 ή 8 Μαΐου 1943 μία ομάδα Ιταλών ήρθε και συνέλαβε τον δάσκαλό μας την ώρα του μαθήματος. Τον βασάνισαν και κλείστηκε για πολύ στις φυλακές. Ευτυχώς επέζησε.
Μετά από το θλιβερό αυτό περιστατικό, η Οργάνωση των Θαρρουνίων, αντί να φοβηθεί, έγινε ακμαιότερη.
Η Οργάνωση παίρνει εντολές κυρίως από την Οργάνωση της Βρύσης, όπου βρισκόταν έδρα της αχτιδικής του Κ.Κ.Ε. Εποπτεύει τώρα μέσα στο χωριό και παρακολουθεί κάθε ενέργεια αντίθετη από οποιονδήποτε εκτός της Οργάνωσης. Τα στοιχεία που άλλοτε αλώνιζαν μαζί με τους Ιταλούς, χώθηκαν στο καβούκι τους.
Τα νέα της Ρούμελης, καλά και κακά, καθώς και οι δραστηριότητες των Οργανώσεων, μάς έρχονται πολυγραφημένες, τις διαβάζουμε και περνούν χέρι χέρι σε όλα τα μέλη.
Οι κάτοικοι παράλληλα αγωνίζονται και παλεύουν στον πόλεμο της σποράς, του θερισμού και στο μάζεμα της ελιάς. Είναι κι αυτός ένας αγώνας επιβίωσης και πολύ απαραίτητος στη ζωή του χωριού.
Οπωσδήποτε, η ίδρυση της Οργάνωσης στα Θαρρούνια, δεν είναι η μόνη. Το ίδιο έχει συμβεί και στα περισσότερα χωριά. Οι Ιταλοί κατακτητές μπρος σ’ αυτά τα γεγονότα, άρχισαν να ανησυχούν. Οι συνεργάτες τους περιορίστηκαν, οι ποικιλίες των αγαθών που κάθε λίγο και λιγάκι τους κουβαλούσαν, σταμάτησαν σχεδόν τελείως. Η κατάσταση γι’ αυτούς δυσκόλεψε. Θέλησαν λοιπόν να κάνουν επίδειξη δυνάμεως για να αναπτερώσουν το πεσμένο ηθικό των συνεργατών τους.
Για τον σκοπό αυτό, ξεκίνησε μια φάλαγγα 80 ακριβώς μοτοσικλετιστών Ιταλών από Χαλκίδα-Βάθια-Γυμνού, ανέβηκε τον χωματόδρομο της Σέττας και πήρε το μονοπάτι προς Θαρρούνια. Μέσα στον κατσικόδρομο με πέτρες, ανηφοριές και κατηφοριές αγνάντεψαν στου Κρεβατά κι εμείς, ακούγοντας τα μουγκρίσματα των μηχανών, θορυβηθήκαμε. Φτάσανε στα Θαρρούνια το απόγευμα και είχαν πρόγραμμα για το Αλιβέρι. Η ανηφοριά και το μονοπάτι του Σταυρού τους δυσκόλεψε πολύ μέχρι το βράδυ, χωρίς να κατορθώσουν ν’ ανέβουν όλοι. Γύρισαν στην αυλή του σχολείου 35 μοτοσικλέτες. Πάνω σε καθεμιά ήταν στηριγμένο ένα οπλοπολυβόλο και είχε δύο επιβάτες. Βάλανε γύρω σκοπιές. Ξενύχτησαν εκεί και το πρωί φύγανε κι αυτοί, χωρίςνα κάνουν τίποτε, μόνο που πήρανε αυγά και λάδι. Το γεγονός αυτής της διαδρομής Θεωρείται από κάθε άνθρωπο που δεν το είδε, απίστευτο.
Νομίζω πως ο αντικειμενικός τους σκοπός (πως τάχα τίποτε δεν τους εμποδίζει, ούτε τους φοβίζει), έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα, γιατί αυτούς και με τις πέτρες ακόμη μπορούσαμε να τους κάνουμε κακό.
‘Οταν στις 9 του Σεπτέμβρη συνθήκολόγησαν, τότε όλες οι οργανώσεις γέμισαν ιταλικά όπλα.

Ιούνιος 1943

Αντάρτικη ομάδα με αρχηγό τον υπολοχαγό Ευάγγελο Χείλαρη αποβιβάστηκε στην Εύβοια! Η ποθητή στιγμή έφτασε! Ο ενθουσιασμός μας απερίγραπτος! Οι γραπτές πληροφορίες διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται. Η Οργάνωση των Θαρρουνίων έχει ακμαίο το ηθικό και τίποτα δεν μας φοβίζει. Περιμένουμε ανυπόμονα να δούμε τα πρώτα παλικάρια, τους καινούριους ήρωες. Οι πληροφορίες που παίρνομε, λένε ότι έρχονται προς την Κεντρική Εύβοια.
Και να η επαλήθευση:
Στις 25/9/1943 γίνεται ένας γάμος του Δημήτρη Γιαννούλη. Η νύφη είναι από την Παναγιά. Απόγευμα γίνεται η στέψη. Μόλις τελείωσε και άρχισε ο χορός στο προαύλιο της Εκκλησίας, να η μεγάλη μας προσδοκία και χαρά! Ένοπλοι αντάρτες, γύρω στους δεκαπέντε, ήρθαν κοντά μας! Δεν μοιάζανε με Ιταλούς! Είχαν μακριές γενειάδες και το στήθος τους στόλιζαν σταυρωτά δεσμίδες από σφαίρες. Στη μέση είχαν μαχαίρια και πιστόλια! Εμείς, μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, σταθήκαμε άφωνοι! Τη σιωπή μας έλυσε ο καπετάνιος που ανέβηκε στο πεζούλι της Εκκλησίας και έβγαλε ένα σύντομο λόγο: “Είμαστε αντάρτες”, είπε. "Μη φοβάστε! Είμαστε πάρα πολλοί! Πήραμε τ’ άρματα και ανεβήκαμε στα βουνά να λευτερώσουμε την πατρίδα μας"! Το τι έγινε, δεν μπορώ να το περιγράψω! Αγκαλιάσματα και φιλιά και πρώτος ο καπετάνιος σέρνει τον χορό και χορεύει τους νεόνυμφους. Ομαδικές ομοβροντίες ρίχνονται -για χάρη του καπετάνιου που χορεύει- από τους αντάρτες και σκορπούν ρίγη συγκίνησης σ’ όλους μας.
Ο παπα-Γιώργης Καπενής (ή Κουρεμένος) αγκάλιασε τον ηρωικό ΕΥΡΙΠΟ, τον καπετάνιο, και τον φίλησε συγκινημένος (ήταν και ο παπάς αξιωματικός).
Στη συνέχεια, στα άλογα καβάλα νύφη και γαμπρός, καλεσμένοι και αντάρτες, αδερφωμένοι, γεμάτοι χαρά, φτάσαμε στα Θαρρούνια, όπου άρχισε το φαγοπότι και το παραδοσιακό γλέντι. Εν τω μεταξύ, οι συχνοί πυροβολισμοί και κατά διαστήματα συγκέντρωσαν όλο το χωριό στην αυλή του σχολείου. Τότε ο καπετάνιος έβγαλε εμπνευσμένο λόγο, γεμάτο πατριωτισμό, κάτω από το παραλήρημα των ανθρώπων του χωριού, καταχειροκροτούμενος.
‘Επειτα μπήκαν όλοι οι αντάρτες στον χορό και τραγούδησαν σε συρτό αυτό το τραγούδι:
Απ’ όλα τα συντάγματα
τ’ αντάρτικο μ’ αρέσει,
που ‘χει φυσίγγια σταυρωτά
και το σπαθί στη μέση.
Γεια σου, Βαγγέλη, γεια σου,
να χαρείς τη λεβεντιά σου!
‘Αρη, το πολυβόλο σου
να μην το παραδώσεις,
για να σκοτώσεις τον εχθρό
και λευτεριά να δώσεις.
Γεια σου, Βαγγέλη, γεια σου...
Χαρείτε δάση και βουνά
κι εσείς παλιοθυμάρια
όλο λεβέντικα παιδιά,
αντάρτες παλικάρια.
Γεια σου, Βαγγέλη, γεια σου,
να χαρείς τη λεβεντιά σου.

Η Οργάνωση το βράδυ εκείνο συγκέντρωσε τρόφιμα, εσώρουχα και κάλτσες και τα έδωσε στους αντάρτες. Διανυκτέρευσαν εκεί και το πρωί, σύμφωνα με το πρόγραμμά τους, φύγανε για άλλα χωριά. Ηταν η επίσκεψη καλής γνωριμίας και για λόγους να πάρει θάρρος ο λαός και να στεριώσουν οι οργανώσεις. Κοντά τους ακολούθησε ο πρώτος απ’ το χωριό μας αντάρτης, ο Κωνσταντίνος Ηλία Κιούσης, καλός και τίμιος αγωνιστής, που κράτησε την αγωνιστικότητά του και το δημοκρατικό του φρόνημα μέχρι τον θάνατό του. Έδρασε στη Νότια Εύβοια με το ψευδώνυμο Απόλλων. Τα συναισθήματα, μετά την εμφάνιση της πρώτης αντάρτικης ομάδας του ΕΥΡΙΠΟΥ στο χωριό μας, ήταν ο άκρατος ενθουσιασμός πέρα για πέρα. Τα Θαρρούνια είναι δοσμένα ολότελα στον απελευθερωτικό αγώνα. Η Οργάνωση δουλεύει πια προγραμματισμένα και με ευθύνη. Δεν επιτρέπει καμιά επαφή με τις αρχές του κράτους, που τις αποτελούν συνεργάτες του κατακτητή.
Τότε ιδρύεται η ΕΤΑ, που θα φροντίζει να εφοδιάζει με τρόφιμα τα ένοπλα τμήματα που θα περνούν ή θα σταθμεύουν στο χωριό. Υπεύθυνος ορίστηκε ο Αθανάσιος Αντ. Καπενής. Μέλη οι Ιωάννης Διαμαντής και Ιωάννης Πέτσας.
Συγκροτείται το εφεδρικό τμήμα του ΕΛΑΣ, με υπεύθυνο τον Γεώργιο Π. Κιούση. Μέλη του όλοι οι υπεύθυνοι και λίγοι νέοι.
Ιδρύεται η ΕΠΟΝ, η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, που θα συμπεριλάβει τους εθελοντές νέους από 16 χρόνων και πάνω. Υπεύθυνος ο υποφαινόμενος Γεώργιος Β. Γιαννούλης. Και έτσι βρίσκομαι από φαλαγγίτης του Μεταξά, υπεύθυνος της ΕΠΟΝ!! Εδώ βρίσκω τον πραγματικό εαυτό μου και διατηρώ τις προοδευτικές μου ιδέες, τις οποίες καλλιεργώ σ’ όλη την περίοδο της Κατοχής και στην κατοπινή μου ζωή!
Πλαισιώνομαι με δύο καλούς και πιστούς συνεργάτες, τον Δημήτρη Κ. Μωλέ και τον Γεώργιο Αν. Γιαννούλη.
Μας έχει γίνει γνωστό, αλλά το έχουμε καταλάβει κιόλας, πως τον αγώνα τον διευθύνει και παίζει σπουδαίο ρόλο το Κομμουνιστικό Κόμμα. Γραμματέας του Κ.Κ.Ε ανέλαβε ο Ιωάννης Διαμαντής και το 1944 αντικαταστάθηκε από τον Γεώργιο Α. Γιαννούλη.
Η Οργάνωση, αυτή την εποχή, τέλος του 1943, έχει αρκετό οπλισμό. ‘Ολοι μας έχουμε το όπλο με δική μας ευθύνη, Το διατηρούμε καθαρό και απαγορεύεται να πυροβολούμε άσκοπα.
Κατά το τέλος του Οκτωβρίου 1943 γίνεται το Λαϊκό Δικαστήριο ή λαϊκή αυτοδιοίκηση. ‘Εργο του είναι η επίλυση των διαφορών που δημιουργούνται μεταξύ των κατοίκων του χωριού, ιδίως αγροζημιών. Την πρώτη του σύνθεση απετέλεσαν έντιμοι άνθρωποι, διαλεγμένοι με λαϊκή συνέλευση του χωριού, όπου έλαβαν μέρος και γυναίκες για την εκλογή. Η εκλογή των υποψηφίων γινόταν διά βοής ή με ανάταση των χεριών. Τη διαδικασία των γενικών συνελεύσεων τη διηύθυναν ένας καθοδηγητής, κυρίως από τη Βρύση, μαζί με τους υπευθύνους του χωριού.
Το πρώτο λαϊκό δικαστήριο το απαρτίσανε οι Ιωάννης Χαρίτος, Αντώνιος Β. Μωλές, Χαράλαμπος Κ. Κάλφας, Κωνσταντίνος Γ. Μωλές, Πέτρος Δ. Γιαννούλης. Ανατληρωτές οι Δημήτριος Γ. Παλόγος, Αθανάσιος Γ. Κουσερής. Για τα πρακτικά, χρέη γραμματέα έκανε ο Γεώργιος Β. Γιαννούλης.
‘Οπως είπα πιο πάνω, έργο του λαϊκού δικαστηρίου ήταν κυρίως οι αγροζημιές. Εκεί τις συζητούσαν χωρίς μεσάζοντες, όλοι τους γνώριζαν τις πραγματικές ζημιές και τους τόπους και κανόνιζαν και κατέληγαν σε συμβιβασμούς. Η απόδοση της ζημιάς γινόταν με είδος. Απ’ αυτό το είδος, ένα μικρό μέρος δινόταν στην Επιμελητεία του Αντάρτη, την ΕΤΑ. Αυτά, όταν επρόκειτο για αγροζημίες. ‘Οταν όμως επρόκειτο για άλλου είδους αδικήματα, ερχόταν ένας μορφωμένος πολιτικός καθοδηγητής και διηύθυνε τη διαδικασία. Κυρίως, όταν επρόκειτο για αδικήματα ηθικής. Παρουσιάστηκαν 2-3 τέτοια, τα οποία λύθηκαν ειρηνικά. ‘Οταν όμως επρόκειτο για αδικήματα προδοσίας, γινόταν κατηγορητήριο από τον υπεύθυνο του ΕΑΜ και στελνόταν ο κατηγορούμενος στο ανταρτοδικείο, που έδρευε στο Μακρυχώρι. Δυστυχώς, υπήρξαν κάτι τέτοιου είδους κατηγορητήρια, που έγιναν από μίση παλαιά και τα οποία προληφθήκανε χάρη σε έγκαιρη επέμβαση των ψυχραιμότερων μελών και δεν είχαμε τραγικά και ανεπανόρθωτα λάθη που διιέπραξαν άλλες οργανώσεις. Ευτυχώς για το χωριό μας.
Εδώ, αντιπαρέρχομαι τις λεπτομέρειες αυτών των γεγονότων. Δύο όμως υποθέσεις δεν πήγαν καλά η μια αφορούσε τον Γεώργιο Ι. Βασιλείου και η άλλη τον Δημήτριο Γ. Διαμαντή. Γι’ αυτές θα γράψω πιο κάτω.

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

  1. Άσκηση στα όπλα, τα οποία, όπως έγραψα, διατηρούσαμε με προσωπική ευθύνη και έξω απ’ τα σπίτια μας. Γινόταν από εκπαιδευτή αντάρτη σε ατομικό όπλο και στο οπλοπολυβόλο ΜΠΡΕΝΤΑ, που είχαμε μάθει να το λύνουμε και να το συναρμολογούμε με δεμένα τα μάτια. Διατηρούσαμε πειθαρχία στον υπεύθυνο του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που κανόνιζε μαζί με τον υπεύθυνο του ΕΑΜ τους συνδέσμους.
  2. Κάθε δεκαπέντε μέρες πήγαινα σαν υπεύθυνος της ΕΠΟΝ σε συνελεύσεις που γίνονταν σε διάφορα μέρη και χωριά. Εκεί γινόταν Θεωρία πολιτικού περιεχομένου από ομιλητές, κυρίως μέλη του Κ.Κ και πολύ καταρτισμένους. Διάλογος και απορίες, εκμάθηση των τραγουδιών της Αντίστασης που ήταν άφθονα την εποχή εκείνη, συνεστίαση και επιστροφή στο χωριό μας για να μεταδώσουμε αυτά που μαθαίναμε. Σε αυτού του είδους τις συνελεύσεις, έλαβα μέρος σε πολλές. Στη Βρύση, στο Οργιό,. στο Αλιβέρι, στο Κρεμαστό, στου Λαγκάναρου το περιβόλι, στον Άγιο Λουκά κλπ.
  3. Στο γράψιμο διαφόρων συνθημάτων που παίρναμε εντολή έγγραφη για το περιεχόμενό τους.
  4. Φροντίδα παράλληλη των ατομικών εργασιών.
  5. Οι σκοποί ανά δύο καθημερινά που επιτηρούσαμε, αλλά και επικοινωνούσαμε με τα γύρω χωριά.
Την εποχή αυτή ένιωσα μέσα μου μια ακατανίκητη δύναμη να με σπρώχνει ν’ ανέβω στο βουνό! Η μάνα μου, μαζί με μια γυναίκα από τη Βρύση, του Παναγιώτου τη μάνα, με το καλό και με κλάματα βάλανε τον Καρυστινό τον γιο της, που ήταν ο γενικός καθοδηγητής της περιοχής και μου είπε:
"Να μην ανέβεις στο βουνό, γιατί εδώ στο χωριό χρειάζεσαι περισσότερο. Μπορείς να προσφέρεις πολλές υπηρεσίες, χωρίς να αφήσεις και τη μάνα σου, που δεν έχει κανένα..."
‘Ετσι αφοσιώθηκα στο έργο της τοπικής οργάνωσης με την ψυχή μου. Αυτά γίνονται από τη μεριά μας μέσα στο χωριό Θαρρούνια.
Εν τω μεταξύ, ο κατακτητής με τους ντόπιους συνεργάτες του δεν έμεινε απαθής και με σταυρωμένα χέρια. ‘Ιδρυσε κι αυτός τα (περίφημα) Τάγματα Ασφαλείας και μαγάρισε τη στολή του ‘Ελληνα τσολιά. Σκοπός τους, να πνίξει το κίνημα του Λαού που είχε θεριέψει πια σ’ όλη την Ελλάδα μετά την κατάρρευση των Ιταλών. Τα μηνύματα, μαύρα και σκοτεινά, φτάνανε στ’ αυτιά μας από το έργο τους. Συλλήψεις και βιασμοί, φυλακίσεις αθώων, κάψιμο σπιτιών και τουφεκισμοί ομαδικοί παντού και γύρω μας, μας περιτριγυρίζουν!
Αυτή την εποχή άλλοι δύο Επονίτες, οι Δημήτρης Αναστ. Γιαννούλης και ο Αποστόλης Γ. Μωλές ανεβαίνουν στο βουνό. Ο Δημήτρης έδρασε στη Βόρεια Εύβοια και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και διακρίθηκε για την παλικαριά του.
Ο ΕΛΑΣ, που έχει φουντώσει σ’ όλη τη χώρα και τον στηρίζει ο λαός, δίνει γερά μαθήματα παντού σε ενέδρες, αλλά και κατά μέτωπο. Γίνονται αυτή την περίοδο πολλά εγκλήματα. ‘Ενα Γερμανό σκοτώνουν οι αντάρτες, πενήντα ‘Ελληνες αθώους τουφεκίζουν οι Γερμανοί μέσα από τις φυλακές. Εδώ και οι αντάρτες πέφτουν σε πολλά λάθη, σκοτώνουν αθώους και καίνε σπίτια, γιατί ανεύθυνοι υπεύθυνοι των οργανώσεων κοίταζαν να εκδικηθούν μέσα στην ανεμοζάλη αυτή συχωριανούς τους που είχαν μικρές και ασήμαντες διαφορές, άσχετες με τον αγώνα. Κάτι τέτοια έγιναν, αλλά δεν τα μνημονεύω....
Ο κατακτητής με τους γενίτσαρους αρχίζουν τα περίφημα χτενίσματα. ‘Ενα τέτοιο χτένισμα, παρά λίγο να το πληρώσω με τη ζωή μου. Είναι αρχές του 1944. Βράδυ ήταν. Μια φάλαγγα από Πελοποννήσιους και Ψαχνιώτες τσολιάδες, μαζί με Γερμανούς, έφτασε στην πλατεία του χωριού χωρίς κανείς να πάρει χαμπάρι! Εγώ έτυχε να είμαι στην αυλή του συγγενικού μου σπιτιού Α. Γιανούλη, που ο γιος του ήταν αντάρτης! Ξαφνικά μπροστά μου ένας τσολιάς, άλλος, άλλος, γέμισε η πλατεία! Στην τσέπη μου είχα ένα μικρό περίστροφο ΣΜΙΘ με τρεις σφαίρες αμφίβολης κατάστασης.
Δεν τα ‘χασα. Αδιαφόρησα! Τους καλωσόρισε η γιαγιά Ζωή. Γυρίζει ένας τσολιάς και μου λέει:
"Ελα εδώ, φίλε, να μας πεις πώς πάει η ΕΠΟΝ του χωριού σου, γιατί ασφαλώς θα είσαι γραμμένος!" Τον ακολούθησα. Μπήκε και κάθησε στο τζάκι(ήταν κρύο). Έβγαλε ένα πιστόλι και το έπαιζε στα χέρια. Εγώ του είπα: "Αν ήμουν τέτοιος, δεν θα με βρίσκατε εδώ!"
Την ώρα εκείνη φώναξε ο Τάσος ο Γιαννούλης τη μάνα του να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει τα ξύλα από το ζώο του. Τότε ο τσολιάς λέει σε μένα:
"Πήγαινε εσύ βοήθησε και έλα να τα πούμε."
Ανάσανα!! Βγαίνοντας απ’ την πόρτα, απέναντι ένας τοίχος δυο μέτρα και πάνω ένα δέντρο, κοκορετσιά. Δίνω ένα πήδημα ύψους, αρπάζω το δέντρο, βρίσκομαι στην αυλή των Γαλάνηδων και τρυπώνω στη σπηλιά, όπου είναι το σημερινό υδραγωγείο. Κρύβω το πιστόλι και περιμένω να νυχτώσει, γιατί γύρω τα φυλάκια έχουν στηθεί. Μετά από δυο τρεις ώρες ακολούθησα τον ξεροπόταμο και ανέβηκα στο βουνό, “Στης καλογριάς το Κατούνι” και φιλοξενήθηκα στο κονάκι του ξάδερφού μου Νικ. Γιαννούλη και του γιου του Βαγγέλη. Το πρωί, νύχτα, έφτασα στο Μακρυχώρι, στην έδρα των ανταρτών του 3ου Τάγματος.
Ευτύχημα για το χωριό ήταν που όλοι αυτοί ήταν ξένοι. Δεν είχαν Αλιβεριώτες, Βαθιώτες, που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα. Αρκέστηκαν σε πλιάτσικο, που ήταν μάλλον ο κύριος σκοπός τους, και φύγανε.
Μετά απ’ αυτό το μικροχτένισμα, γρήγορα βρήκε το χωριό τον κανονικό του ρυθμό. Εν τω μεταξύ, στο Αλιβέρι είχαν δημιουργηθεί λόχοι ταγματασφαλιτών ή ράλληδων. Για τα Θαρρούνια, αυτό το γεγονός ήταν πολύ σοβαρό πρόβλημα. Από τις βιαιοπραγίες τους, άνθρωποι δημοκρατικοί έφυγαν από τα σπίτια τους και τα Θαρρούνια τούς φιλοξενούσαν. Από το Αλιβέρι, μια χήρα με τρία παιδιά, Παγώνα Δανιήλ από τη Βάθια, οικογένεια Γ. Βασιλείου με δύο αδερφές, και κάποιοι άλλοι καταδιωκόμενοι. Η Οργάνωση της Εθνικής Αλληλεγγύης είχε αναλάβει αυτή τη φροντίδα και όλα πηγαίνανε μια χαρά. Τα Θαρρούνια, κράτος εν μικρογραφία, τα έχουν όλα, και τις υπηρεσίες τους. Δεν τους χρειάζεται τίποτε, Οι διαφωτιστές, το τονίζω ιδιαίτερα, ποτέ δεν είπαν, ούτε άφησαν να εννοηθεί πως σκοπός μας θα είναι η βιαία κατάληψη της εξουσίας, αλλά η ελευθερία και η προστασία της ελεύθερης βούλησης του ελληνικού λαού με ελεύθερες εκλογές. Μεταξύ των καθοδηγτών, οι σπουδαιότεροι ήταν ο Νικόλαος Γ. Παναγιώτου, καθηγητής, ο Ευάγγελος Κιούσης, δικηγόρος, ο Δημήτρης Μάστορης από το Μπούζι, που ηταν και ο αρμόδιος για τους νέους. Ο νέος αυτός κακοποιήθηκε και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στον Καναδά, όπου πρόκοψε οικονομικά. Ο Αθανάσιος Μπαλάφας, ο μετέπειτα γιατρός, ο Κιούσης ή Σκοτεινός κλπ. Αυτοί σε μεγάλα διαστήματα έμεναν στα Θαρρούνια και ο ύπνος γινόταν συνήθως έξω από το χωριό για καλό και για κακό.
Στο σημείο αυτό θα διηγηθώ τις δύο δύσκολες υποθέσεις που έχω αναφέρει πιο πάνω και η μία αφορούσε τον Γεώργιο Ι. Βασιλείου, αυτόν που έδειραν πολύ οι Ιταλοί.. Η υπόθεσή του ήταν ηθικής φύσης και το λαϊκό δικαστήριο του χωριού τού επέβαλε έξι μήνες εξορία σε χωριό της Βόρειας Εύβοιας. Αυτός όμως, αφού είχε περάσει ο μισός καιρός της ποινής, θεώρησε καλό να έρθει στο χωριό. Νύχτα σε νύχτα έφτασε έξω από τα Θαρρούνια. Στο σημείο αυτό, δεξιά και αριστερά του δρόμου, ξεκουραζόταν μια ομάδα ανταρτών. ‘Οταν μπήκε ανάμεσα, ένας αντάρτης τον σταματά κι αρχίζει να τον ανακρίνει. Τους διηγήθηκε την υπόθεσή του και πως έληξε η ποινή και γι’ αυτό επιστρέφει. Ο επικεφαλής όμως του είπε:
"Πάμε στο χωριό, να το διαπιστώσω κι εγώ."
Αυτό και έγινε. Προχώρησε η ομάδα, μαζί κι ο Βασιλείου. ‘Οταν όμως φτάσανε στα ακρινά σπίτια, στου Κουρεμένου, κι όπως ήταν ξένοιαστοι οι αντάρτες, αυτός μ’ ένα πήδημα έπεσε στη ρεματιά και χάθηκε μέσα στα πυκνά δέντρα. Αυτό το έκανε, γιατί γνώριζε πολύ καλά τι τον περίμενε όταν η αλήθεια θα φανερωνόταν σε λίγο.
‘Επειτα απ’ αυτό, οι αντάρτες πήγαν στο σπίτι του υπεύθυνου του ΕΑΜ και είπαν το περιστατικό. Ο υπεύθυνος μάς κάλεσε όλους γιατί η κατάσταση ήταν σοβαρή και έπρεπε να ληφθούν μέτρα προστασίας μας.
Ο Βασιλείου πού να πάει; Αναγκαστικά στο Αλιβέρι, όπου κατατάχτηκε στα τάγματα του Ράλλη!
Εμείς έπρεπε να μετακινήσουμε τα πυρομαχικά από τη σπηλιά της Παναγιώταινας, γιατί εκεί ήταν γνωστή η αποθήκη. Αποφασίστηκε να μεταφερθούν στο Μακρυχώρι. Περιμέναμε δύσκολες εξελίξεις. Ειδοποιήσαμε τρεις χωριάτες την επόμενη βραδιά και ορίσαμε πότε θα έρθουν στη σπηλιά. Εγώ, ο Γεώργιος Α. Γιαννούλης και ο Κωνσταντίνος Μπούρικας, θα τους συνοδεύαμε κατά τη μεταφορά για το Μακρυχώρι. Στην Ελιά που φτάσαμε, είμαστε και οι τρεις ένοπλοι. Στον Κούλουρο, στη ρεματιά, ένας θόρυβος ασυνήθιστος μάς έφερε πανικό! Φοβηθήκαμε μήπως ο Γ. Βασιλείου οδηγούσε τους ράλληδες από τη ρεματιά για να μας πιάσουν! Χάσαμε την ψυχραιμία μας και το βάλαμε στα πόδια. Δρασκελίσαμε το βουνό Χλάγια και ξενυχτήσαμε μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος. Το πρωί διαπιστώσαμε το φαιδρό πάθημά μας και επιστρέψαμε στο χωριό. Οι αγωγιάτες, που δεν αντιλήφθηκαν το πάθημά μας, ξενύχτησαν έξω απ’ τη σπηλιά και μας περίμεναν!
Τα μεταφέραμε άλλη νύχτα.
Καινούριο "χτένισμα" μάς πληροφορούν οι σύνδεσμοι, κατευθύνεται προς το χωριό μας. Είναι μεγάλη φάλαγγα από Γερμανούς και ράλληδες και έφτασε στα χωριά Παρθένι και Παναγιά. Μέσα σ’ αυτούς που οδηγούσαν τη φάλαγγα, ήταν κι ο πιο σκληρός βασανιστής με το όνομα Τσιροδήμος! ‘Οπου περνούσε, χορτάρι δεν φύτρωνε! Εμείς, οι συνηθισμένοι, είχαμε τον καιρό να φύγουμε και να κρύψουμε ό,τι μπορούσαμε, κυρίως έντυπο υλικό.
Είναι 13 του Μάρτη του 1944. Αγνάντεψαν στον Σταυρό. Εγώ με τον Γ.Α. Γιαννούλη πήραμε τα όπλα μας και ανηφορίζαμε στην Καρασαλία. Μπροστά μας είδαμε τον Π. Γιαννούλη που ήταν μέλος της δικαστικής επιτροπής. Του είπαμε να φύγει κι αυτός, αλλά ο πατέρας του μας είπε ειρωνικά:
"Οποιοι έχουν λερώσει τη φωλιά τους, φαίνονται!..."
Σημειώνω πως τα στελέχη της Οργάνωσης δεν έτρεφαν αυταπάτες για τις διαθέσεις των ράλληδων και έφευγαν όλοι και γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να πιάσουν κανένα σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα! Δυστυχώς, δεν έκαναν το ίδιο και τα μέλη των διαφόρων επιτροπών. Είχαν την αυταπάτη του καλού και έντιμου νοικοκύρη.
‘Οταν η φάλαγγα έφτασε στο χωριό μας, έσερνε μαζί της και πολλούς πολίτες με τα ζώα τους μεταφέροντας τα πράγματα και τα πυρομαχικά τους και σχημάτιζαν μεγάλο όγκο στο πέρασμά τους. ‘Αλλη φάλαγγα από Βάθια για Σέτα, άλλη από Βρύση, Μανίκια, Μακρυχώρι, με κοινό σημείο συνάντησης τη Σέττα.
Μάζεψαν λοιπόν οι ράλληδες τη δικαστική επιτροπή του χωριού μου, οι οποίοι, με την πρώτη ειδοποίηση, παρουσιάστηκαν βασισμένοι στην αθωότητά τους. ‘Ηταν κρατούμενοι! ‘Οταν το κατάλαβαν, ήταν αργά. Συνελήφθησαν οι Γιάννης Χαρίτος, Χαράλαμπος Κάλφας, Πέτρος Γιαννούλης, Αντώνης Μωλές.
Οι άλλες φάλαγγες έκαναν τις ανάλογες προμήθειές του σε έμψυχο και άψυχο υλικό. ‘Ολα ήταν στη διάθεσή τους.
Εμείς, από απόσταση 300 μέτρα, στα βράχια του Χαρίτου, βλέπαμε όλες τις κινήσεις τους και για μια στιγμή μας ήρθε η ιδέα να τους πυροβολήσουμε μέσα στο σωρό! Ευτυχώς που η σκέψη μας δεν πραγματοποιήθηκε, θες από φόβο ή μήπως σκοτώσουν κανένα δικό μας, λουφάξαμε εκεί και τους παρακολουθήσαμε έως ότου φτάσανε οι τελευταίοι στη θέση Καλαμίγια.
Η φάλαγγα στρατοπέδευσε στο ύψωμα Κρεβατά και διανυκτέρευσαν. Οι ζημιές που προκάλεσαν στα σπαρμένα χωράφια με τα ζώα, ήταν μεγάλες.
Το πρωί ενώθηκαν και οι τρεις φάλαγγες, Βρύσης, Βάθιας, Θαρρουνίων στο κοινό αυτό σημείο και ακολούθησαν τον δρόμο προς Βάθια με τα πολύτιμα της νικηφόρου εκστρατείας τους αγαθά! Μπήκαν σε καράβι, γιατί φοβόνταν διά ξηράς ενέδρα ανταρτών. Μέσα στο καράβι -όπως μου έλεγε ο κρατούμενός τους Γιάννης Χαρίτος- προσπαθούσαν στο αμπάρι να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους διεγέρσεις σε κοπέλα που είχαν συλλάβει από διπλανό χωριό. Αυτοί ήταν οι καλοί πατριώτες εθνικόφρονες, φρουροί της πίστεως, της τιμής και της πατρίδος!
Μετά απ’ αυτά τα θλιβερά γενονότα που βρήκαν το χωριό, επικρατεί θλίψη γι’ αυτούς που συνέλαβαν και δεν ξέραμε ποια τύχη τους περιμένει, αλλά και πείσμα για εκδίκηση. Σε λίγες μέρες το λαϊκό δικαστήριο ξανασυνεδρίαζε με νέα μέλη και δεν είχαν πια την αφέλεια αυτή των πρώτων!
Τα ραλλικά τάγματα αλωνίζουν την Εύβοια. Στη λύσσα τους, καίνε τα όμορφα δάση για να καούν και οι αντάρτες. Καίνε σπίτια, παίρνουν τις προίκες των κοριτσιών, βιάζουν και σκοτώνουν αθώους, γιατί μόνο αυτούς κατορθώνουν να βάλουν στο χέρι. Η Οργάνωση του χωριού, πλάι στα πάθη του λαού, συμπαραστέκεται, τον παρηγορεί, τον πληροφορεί για τη ραγδαία εξέλιξη των γεγονότων στον διεθνή χώρο με δελτίο ειδήσεων από τη θέση Μεντούλι με τον τηλεβόα, πως η νίκη πλησιάζει και είναι σίγουρη, αλλά η προφύλαξη να είναι πιο έντονη, γιατί οι ταγματαλήτες Θα δαγκώνουν ακόμα για λίγο όπως τα λυσσασμένα σκυλιά.
Τα δελτία ειδήσεων στέλνονταν από τη Βρύση πολυγραφημένα και θα πρέπει να διαβάζονται και να δίνονται χέρι με χέρι, να λαβαίνουν γνώση οι πάντες για τα κακά που κάνουν στο πέρασμά τους οι ράλληδες.
Τους τοίχους παντού τους γεμίζουμε με συνθήματα γραμμένα με λαδομπογιά, όπως: ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΑΜ, Η ΕΠΟΝ. -ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ, ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ ΛΑΟ και άλλα.
Οι εφημερίδες ΣΑΛΠΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΑΜ και ΛΕΥΤΕΡΙΑ μάς πληροφορούν για τους ηρωισμούς του λαϊκού στρατού και μας δίνουν φτερά στο ηθικό μας.
Είναι αδύνατο να το περιγράψω: Τα τραγούδια του αγώνα τα τραγουδούν και τα μικρά παιδιά. Είναι η τροφή και η ψυχαγωγία της νεανικής μας ψυχής! Χωρίς αυτά δεν ζούμε!
Μέσα σ’ αυτό τα κλίμα του ενθουσιασμού, μας βρίσκει άλλο "χτένισμα" ή πλιάτσικο καλύτερα, αρχές του Ιούνη. Φάλαγγα 500-600 ατόμων, γεμάτη λύσσα για εκδίκηση για τις αποτυχίες τους, φτάνει στο Παρθένι. Η διοίκηση των ανταρτών της περιοχής είχε πάρει την απόφαση να τους φράξει τον δρόμο χτυπώντας τους μέσα στο Παρθένι. Η Οργάνωση του Παρθενίου με σημείωμά της έστειλε σύνδεσμο στην Οργάνωση Θαρρουνίων και πληροφορούσε τον αριθμό του εχθρού και τα σημεία που έχουν εγκατασταθεί τα φυλάκιά τους. Το σημείωμα έπρεπε να προωθηθεί στη Σέττα, στο βουνό Ζυγό, όπου είχαν εγκατασταθεί προσωρινά οι αντάρτες λόγω των συνεχών "χτενισμάτων".
Την αποστολή αυτή την ανέλαβα εγώ με έναν άλλο επονίτη, τον Σταύρο Ιωάν. Σύρο, που γνώριζε πολύ καλά τα μονοπάτια και γενικά όλη την περιοχή (‘Ηταν πολύ ψύχραιμο παιδί και δυστυχώς σκοτώθηκε στον εμφύλιο). Με πορεία δύο ωρών, περπατώντας έξω από τον δρόμο, φτάσαμε κατά τα μεσάνυχτα στον προορισμό μας, με πολύ κίνδυνο να χτυπηθούμε από τους δικούς μας. ‘Ομως μας περίμεναν. Εκεί βρήκαμε τον καπετάνιο (δεν θυμάμαι τ’ όνομά του), δώσαμε το σημείωμα και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Με βάση τις πληροφορίες, έγινε η αναγνώριση της περιοχής γύρω απ’ το Παρθένι και για την επομένη αποφασίστηκε το χτύπημα.. Στη μάχη αυτή θα έπαιρνε μέρος και η ομάδα του εφεδρικού των Θαρρουνίων.
Συγκεντρωθέκαμε αποβραδίς, πήραμε τα όπλα μας, 50 φυσίγγια που είχε ο καθένας μας, ένα παγούρι με νερό. Ο τόπος που θα περιμέναμε την αντάρτικη ομάδα του Μακρυχωρίου, που θ’ ακολουθούσαμε, ήταν το καλύβι του Β. Μωλέ (λυριτζή), στη θέση Σουβλί. Τη θέση αυτή τη γνώριζαν οι οδηγοί Μακρυχωριάτες.
Η χαρά μας ήταν μεγάλη, λες και πηγαίναμε σε πανηγύρι! Ούτε καν είχαμε στο μυαλό μας τι επρόκειτο να γίνει! Ξημέρωσε, χωρίς να φανούν, και λυπημένοι γι’ αυτή την αναβολή, σηκωθήκαμε -είμαστε γύρω στους δέκα- και ανεβαίναμε προς το πέτασμα, με διάφορες σκέψεις ο καθένας μας. ‘Εχει αρχίσει να χαράζει, όταν ακούμε το αντάρτικο πολυβόλο από το βουνό Καστρί να ξερνά τις φωτιές του προς το Παρθένι!
Τι συνέβη και δεν πέρασαν από το καθορισμένο μέρος ραντεβού που είχε συμφωνηθεί; Δεν το μάθαμε. Δυστυχώς, οι δύο οδηγοί Μακρυχωριάτες σκοτώθηκαν! Μάλλον θα πέρασαν ψηλότερα χωρίς να τους αντιληφθούμε.
Ανεβήκαμε στο ύψωμα Μυδαλία και παρακολουθούσαμε τη συνεχιζόμενη μάχη. Σκεφτόμαστε τι να κάνουμε. Οι γνώμες διχάστηκαν. ‘Αλλοι λέγαμε να τρέξουμε να πάμε, άλλοι, οι μεγαλύτεροι, όχι, μήπως πέσουμε πάνω στους εχθρούς μάς. ‘Ομως εμείς οι νεότεροι αποφασίσαμε να πάμε! Τρέχοντας, φτάσαμε στα μισά του Σταυρού. Βλέπουμε να κατηφορίζει ένας αντάρτης καβάλα σ’ ένα μουλάρι (ήταν τραυματίας). Τον οδηγούσε ένας χωριάτης από Παναγιά. Μας ρώτησε πού πάμε και όταν του είπαμε τον σκοπό μας, μας λέει:
"Γυρίστε πίσω, γιατί θα σας πιάσουν! ‘Εχουν περάσει το Παλιομονάστηρο και κατευθύνονται προς τα εδώ!"
Η μάχη του Παρθενιού ήταν εις βάρος των ανταρτών και ιδίως του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Σκοτώθηκαν οι δύο σύνδεσμοι από το Μακρυχώρι και δύο από τη Βρύση. Τον ένα, τον Γ. Κωνσταντίνου, τον εκτέλεσαν στου Παρθενιού την πλατεία και μάλιστα λέγεται ότι ο εκτελεστής του ήταν ο πατέρας του δικτάτορα Ιωαννίδη. Τον Δημήτρη Σκεμπέ τον εκτέλεσαν στη Χαλκίδα.
‘Οπως είπαν αργότερα άλλοι ειδικοί, το χτύπημα στο Παρθένι ήταν λάθος και η οπισθοχώρηση πρώτα απ’ το Καστρί,αντικανονική! Αυτά όμως τα γνωρίζουν άλλοι.
Εμείς γυρίσαμε στην αυλή του σχολείου για λίγο κι εκεί έσπασε η σκωληκοειδής απόφυση του Κώστα Γ.Μωλέ (Ζαίμη) και ο καημένος πέθανε μέσα σε φρικτούς πόνους, Χωρίς να μπορέσουμε ούτε την κηδεία του να παρακολουθήσουμε, γιατί οι Γερμανοράλληδες πήραν θάρρος, ήταν πολύ κοντά μας.
Μέσα σ’ αυτή την κακή εποχή, συλλήψεις, αποτυχίες, η Οργάνωση των Θαρρουνίων, αν και τραυματισμένη, βρήκε γρήγορα τον δρόμο και τη λογική. Μέσα σ’αυτή τη βαριά ατμόσφαιρα, διασκέδασε τον πόνο μας ένα ποίημα του Σταύρου του Παλόγου, του τυφλού, που είχε κολληθεί σε πολλά σημεία του χωριού.Να τι έλεγε το ποίημα:

Αφιερώνεται στα τάγματα του Ράλλη

Με πρωθυπουργό τον Ράλλη,
οι άρχοντες οι λαομάχοι,
με τον εχθρό κατακτητή
εγίνανε συμμάχοι.
Πρόστυχοι εθνοπροδότες
του Ελληνικού Λαού,
μάζα απάτριδων φασίστων,
βοηθοί του Γερμανού.
Όλοι οι αντιδραστικοί,
κλέφτες, πλιατσικολόγοι,
δεν άφησαν απείραχτο
ανώγι και κατώγι.
‘Οπου περάσανε, παντού,
το είδαμε το χάλι,
τα πάντα εληστέψανε
τα τάγματα του Ράλλη.
Και πολεμούν τους ήρωες,
αντάρτες, ελασίτες,
γιατί είναι κομμουνιστές
και δεν είναι φασίστες.

Αυτό το ποίημα και άλλα πολλά που είχε φτιάξει ο καημένος ο τυφλός, τα πλήρωσε ακριβά από την Αστυνομία, όταν άλλαξε η κατάσταση.
Καινούρια βάσανα μας πλησιάζουν! Κάθε τόπος είχε τα δικά του. Άσχημες πληροφορίες μας έρχονται από παντού.
Οι "καλοί" ‘Ελληνες αγκαλιασμένοι με τους Γερμανούς, καινούριο "χτένισμα" επιχειρούν!
‘Οπου περνούν, δεν αφήνουν τίποτε όρθιο. Η λύσσα τους δεν περιγράφεται.
Συνηθισμένοι πια, κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Κάναμε μια σύσκεψη έξω απ’ το χωριό, ποια κατεύθυνση να πάρουμε, μια και είχαν φτάσει στην Παναγιά. Αποφασίσαμε να πάμε στο Πλατύ, στου Καράφραγκου. ‘Ηταν μεσημέρι, όταν είδαμε μαύρο καπνό ν’ ανεβαίνει στον ουρανό! Είχαν βάλει φωτιά στο σπίτι του Κώστα Γ. Τριανταφύλλου. Εκεί διανυκτέρευσαν. ‘Οταν νύχτωσε, ο υπεύθυνος του ΕΑΜ είπε ότι η θέση μας δεν είναι καλή, γιατί το πρωί θα έρθουν οπωσδήποτε εδώ. Πρέπει να περάσουμε απέναντι τη χαράδρα και να μείνουμε στη θέση Κοτρώνι.
Εγώ όμως δήλωσα ότι δεν τους ακολουθώ (μεγάλο μου λάθος) και θα μείνω εδώ, επειδή ο τόπος αυτός ήταν γνωστός μου πολύ.’Εφυγαν όλοι γύρω στις δέκα και έμεινα μόνος! Πρωί σηκώθηκα κι ανέβηκα στο ψηλότερο σημείο και καθόμουν. Ξαφνικά σε απόσταση 300 μέτρα, στη θέση Μουστάκι, βλέπω να έχει πλημμυρίσει ο τόπος από στρατιώτες ράλληδες! Έρχονταν καταπάνω μου! Τρομοκρατήθηκα! Αφήνω την κουρελού μου, το παγούρι, παίρνω το όπλο μου και πέφτω τρέχοντας το μεσιανό μονοπάτι που ήξερα καλά. Δεν πρόφτασα να φτάσω στο ρέμα κι αυτοί είχαν φτάσει στον βράχο. Μου φώναξαν να σταματήσω. ‘Ομως εγώ τόσο περισσότερο έβαλα τη δύναμή μου να πιάσω το ρέμα που κατεβαίνει από το Τραχήλι. Εν τω μεταξύ με άρχισαν στους πυροβολισμούς, αλλά γλίτωσα χάρη στο ποταμάκι το κάθετο. Βγήκα στους Κάμπους (θέση). Οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν, αλλά ήμουν πολύ μακριά τους πλέον.
Την ίδια ώρα πυροβολούσαν και τον Θανάση Καπενή, υπεύθυνο της ΕΤΑ, που ήταν στη θέση Μύλος. Ανέβαινε κατακόρυφα προς τη θέση Γράμματα (και απορώ πώς γλίτωσε)! Εκεί τραυμάτισαν ένα γέρο που κουβάλαγε δεμάτια και ήταν άσχετος με την Οργάνωση, τον Π. Μωλέ.
Τρέχοντας, έφτασα στο χωριό Τραχήλι. Εκεί συνάντησα τους άλλους, που ξεκαρδίστηκαν στα γέλια για το πάθημά μου, που δεν τους ακολούθησα.
Έφτασε στο μεταξύ και ο Αθαν. Α. Καπενής. Ενωθήκαμε με τους Τραχηλιάτες, μεταξύ την οποίων και ο παπάς του χωριού, ο παπα-Βαγγέλης με μια πιστόλα στη μέση, μαζεμένα τα ράσα σαν άλλος Παπαφλέσσας και γίναμε γύρω στους είκοσι. Εν τω μεταξύ οι ράλληδες μπήκαν στα Θαρρούνια και επιδόθηκαν στο καταστροφικό έργο τους. Κάψανε δύο σπίτια, του Γιάννη Διαμαντή και του Θανάση Καπενή.
Τα υπόλοιπα που είχαν επισημάνει, γλίτωσαν μεν τη φωτιά, αλλά όχι τη γενική λεηλασία και το σπάσιμο των κεραμιδιών. Δεν τα έκαψαν, λόγω επαφής τους με άλλα που δεν ήθελαν να καούν. Από τη θέση Πλατάκι, κατέβηκαν στον Καπενιάνικο Μύλο, βρήκαν τα λίγα πρόβατα του Θανάση Καπενή, πήραν τη γυναίκα του και την κόρη του, έσφαξαν τα πρόβατα και το βόδι του, φάγανε και ήπιανε ευχαριστημένοι, νικητές και τροπαιούχοι! Η γυναίκα του στάλθηκε στη Γερμανία και έζησε. ‘Ηρθε μετά τη λήξη του πολέμου. Την κόρη του μετά από λίγους μήνες την άφησαν.
Εμείς τώρα ακολουθήσαμε τον δρόμο προς το Τραχηλιάτικο λιβάδι. Εκεί συναντήσαμε Μακρυχωριάτες και μας είπαν ότι άλλη φάλαγγα ράλληδων εκινείτο προς τα κάτω. Εκεί χωριστήκαμε. Κρύψαμε τα όπλα μας κι εγώ με τoν Θανάση Καπενή και Γιάννη Διαμαντή, που έσερνε μαζί του και την αγελάδα του, πήραμε τον δρόμο του Άβρακα. Οι άλλοι προς Λυκούδι και Μακρυχώρι.
Στα Γάγια έμεινε ο Θανάσης Καπενής και κρύφτηκα από τους δικούς του. Ο Γιάννης ο Διαμαντής πήγε στο Κοΐλι κι εγώ στη Βρύση και μ’ έκρυψε ο παπα-Σπύρος στον σταύλο του. Οι Γερμανοράλληδες έφτασαν στη Βρύση, κάψανε ορισμένα σπίτια, ανέβηκαν Γάγια, Κρεμαστό και κατέληξαν στο Αλιβέρι. Εμείς σκορπισμένοι, αποκομένοι, άλλοι εδώ και άλλοι εκεί, μάθαμε μετά από δύο μέρες τις καταστροφές που έκαναν και πού βρίσκονταν.
‘Αλλοι σύντροφοι ακολούθησαν άλλους δρόμους και πιο δύσκολους. Αυτοί που είχαν κοπάδια τα οποία είχαν βάλει στο μάτι οι πολεμιστές του Ράλλη, κινδύνεψαν πολύ! Ιδιαίτερα κινδύνεψε το κοπάδι του Τάσου Γιαννούλη, που είχε γιο αντάρτη. Η μάνα του η Σεβαστή παραδόθηκε για να γλιτώσει τις παραπέρα συνέπειες, αλλά αυτοί ήθελαν και το κοπάδι τους. Στη δύσκολη εκείνη στιγμή αυτής της οικογένειας, τους γλίτωσε ο επονίτης Δημήτρης Κ. Μωλές. ‘Ηταν ψύχραιμος, απέτρεψε τον Τάσο Γιαννούλη που ήθελε να παραδοθεί, οδήγησε το κοπάδι προς το Μακρυχωριάτικο, έβγαλε τα κουδούνια όλα, τα έκλεισε σε πολύ απρόσιτο μέρος και γλίτωσε το κοπάδι αν και πέρασαν πολύ κοντά του. Επίσης φρόντισε και είχε αδειάσει και το σπίτι από τα κυριότερα πράγματα και έτσι δεν ολοκλήρωσαν το ανόσιο έργο τους, όπως αυτοί ήθελαν. Ο επονίτης αυτός κινδύνεψε πάρα πολύ, γιατί δεν μπορούσε ν’ απομακρυνθεί πολύ, επειδή είχε κι ο ίδιος κοπάδι.
Μετά την απελευθέρωση, στάλθηκε στο Πανεπιστήμιο της Μακρονήσου (!!) να φοιτήσει γι’ αυτές του τις δραστηριότητες!
Πέρασε κι αυτή η καταιγίδα. Το Θαρρούνι προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του, που δεν είναι λίγες. Δεν αργεί και πάλι να βρει τον κανονικό του ρυθμό. Δεν είναι καιρός για κλάματα. Οι καθοδηγήσεις, τα διάφορα περιστατικά της ζωής δεν σταματούν!
Τα διεθνή γεγονότα εν τω μεταξύ και ιδιαίτερα ο πόλεμος στο Ανατολικό Μέτωπο, που έχει κριθεί πια εις βάρος των Γερμανών που συνεχώς οπισθοχωρούν με μεγάλες απώλειες, είναι φυσικό να μας δίνουν δύναμη και κουράγιο.
Τα Θαρρούνια και πάλι έχουν γίνει ένα μικρό κράτος με όλες του τις υπηρεσίες, Χωρίς βέβαια να λείπουν οι αδικίες, οι προσωπικές εμπάθειες με συντάξεις κατηγορητηρίων για παλιά μίση, τα οποία αντιπαρέρχομαι!!
‘Ομως ένα γεγονός σοβαρό, το δεύτερο από του Βασιλείου που διηγήθηκα πιο πάνω, ήταν η εκτέλεση του Δημ. Διαμαντή. Ο Δημήτρης Διαμαντής, γιος του γερο-Χιόνα, γενναίος πολεμιστής στη Μικρά Ασία, ζούσε στα Θαρρούνια πολύ φτωχά. Πήγε στο Τραχήλι να πουλήσει ένα χωράφι της γυναίκας του για να ζήσει. Εκεί οι συγγενείς του δεν τον άφηναν να το πουλήσει. ‘Ενας εξ’ αυτών, τον κυνήγησε έξω απ’ το χωριό και τον άρχισε στις κλοτσιές. Τότε ο Διαμαντής τον χτύπησε με μαχαίρι και τον σκότωσε. Έφτασε στο χωριό και στην αυλή του σχολείου ήμουν εγώ σκοπός. Μου διηγήθηκε το περιστατικό, αλλά δεν γνώριζε αν πέθανε ο χτυπημένος. Εγώ του είπα:
"Φύγε, γιατί θα γίνουν αντεκδικήσεις από τ’ αδέρφια του."
Έφυγε.
Τη μεθεπομένη ήρθαν οι συγγενείς του νεκρού, συνεννοήθηκαν με τον υπεύθυνο Ν. Κουσερή, άγνωστο τι. Το βράδυ, ώρα δέκα, ο υπεύθυνος με ειδοποίησε να ετοιμαστώ να πάμε σ’ ένα χωριό για κάποια επίλυση διαφοράς. Δυστυχώς, είχαμε πάει πολλές φορές στην Παναγιά να λύσουμε διαφορές, κοινώς "κουτσομπολιά", με όχι καλό τρόπο!
Δεν έφερα αντίρρηση. Μαζί και ο Γεώργιος Α. Γιαννούλης και ο Κωνσταντίνος Π. Μπούρικας. Οπλισμένοι, τέσσερεις εμείς και τρεις απ’ το Τραχήλι. Στον δρόμο ρωτούσα τον υπεύθυνο πού πάμε, αλλά το έκρυβε. ‘Οταν πλησιάσαμε στην Παναγιά, κάθησα κάτω και λέγω πως αν δεν με ενημερώσεις, δεν ακολουθώ! Τότε αναγκάστηκε και είπε τον σκοπό και ότι είχε εντολή από το 3ο τάγμα να συλλάβει τον Δ. Διαμαντή, που κρύβεται στα Μάμουλα. Τότε εγώ δήλωσα πως δεν μπορώ ν’ ακολουθήσω γιατί είναι συγγενής μου και ότι αν συλληφθεί, δεν θα μπορέσουμε να τον γλιτώσουμε από τα χέρια των παθόντων! Γι’ αυτό αρνούμαι!
Αφού δεν με έπεισε, οι υπόλοιποι πήγαν στον προορισμό τους, τον συνέλαβαν, τον κακοποίησαν πάρα πολύ οι συγγενείς του σκοτωμένου, τον πήγαν στην Επισκοπή και τον εκτέλεσαν οι αντάρτες στη ρίζα του βουνού Τραγονάρα. Την απόφαση την έβγαλε ο Μίστος, πολιτικός του τάγματος, που, όπως αποδείχτηκε αργότερα, δούλευε για λογαρισμό της Ιντέλιτζες Σέρβις. ‘Ηταν κι αυτός ένα θύμα της ακατάστατης εποχής, ηρωϊκής μεν, αλλά και πονηρής, που μέσα στις οργανώσεις δούλευαν στοιχεία ξένα και επιζήμια για τον αγώνα. Το γεγονός αυτό δεν το κρίνω εις βάρος της Οργάνωσης, αλλά μεσολάβησαν μεροληψίες και μικρότητες των υπευθύνων και δεν άφησαν τη δικαιοσύνη ανεπηρέαστη. Αυτό το περιγράφω, γιατί συνέπεσε μέσα στη θύελλα της εποχής εκείνης.
Μετά απ’ αυτά τα "χτενίσματα" που θυμάμαι και περιέγραψα, αντί, να συντρίψουν τους αντάρτες και να κουρελιάσουν το επαναστατικό φρόνημα των οργανώσεων και του λαού, συνέβη ακριβώς το αντίθετο! Γι’ αυτό άρχισαν να συμμαζεύονται στα κέντρα, να οχυρώνονται καλά, γιατί γνώριζαν τι τους περίμενε σε λίγο, όταν έφευναν οι προστάτες τους οι Γερμανοί, αφού οι Ρώσοι είχαν καταλάβει και τη Ρουμανία.
Οργάνωσαν την Κύμη, Αλιβέρι, Βάθια, Ερέτρια και τόλμησαν να εγκαταστήσουν βλακωδώς φυλάκιο στη Σέττα, που είχε τη γνωστή τύχη και καταστροφή γι’ αυτούς!
Μετά τη μάχη της Λαμπούσας που είχε τόση μεγάλη επιτυχία, αφού κανείς δεν επέζησε από τους 150 Γερμανούς, που άδειαζαν τη χώρα και άφηναν πλέον τους συνεργάτες τους στο ανόσιο έργο τους, το φρόνημά τους καταρρακώθηκε. Είχε έρθει η σειρά τους να πληρώσουν κι αυτοί, οι φρουρές του Αλιβερίου και των άλλων.
Ο ΕΛΑΣ της περιοχής με έδρα το Μακρυχώρι, έκανε προτάσεις για να αποφευχθεί η αδελφική αιματοχυσία. Δυστυχώς όμως, στις αρχές του Οκτώβρη 1944, το βράδυ, έγινε η επίθεση στο Αλιβέρι, το οποίο και καταλήφθηκε. Στη μάχη αυτή, έλαβε μέρος και τμήμα του χωριού μου. Δυστυχώς, στη μάχη αυτή έλαβαν χώρα περιστατικά πολύ ανατριχιαστικά, που λέρωσαν τον αγώνα και τους σκοπούς του, γιατί τα επεισόδα αυτά έγιναν όταν έληξε η μάχη, από άτομα που τα διέκρινε η ανευθυνότητα και με τα καταδικαστέα έργα τους ζήμιωσαν έναν αγώνα του λαού που ήλπιζε για μια καλύτερη ζωή. Αλλά και τον εαυτό τους κατέστρεψαν, όταν οι όροι αντεστράφησαν.
‘Ηρθε η σειρά της Βάθιας. Εκεί τα πράγματα ήταν δυσκολότερα. ‘Ηταν δύναμη πιο αξιόλογη, αριθμητικά ανώτερη, είχαν στο παθητικό τους πολλές αμαρτίες από τις λεηλασίες που είχαν διαπράξει και δικαιολογημένα φοβόνταν αντίποινα.
Για τη μάχη της Βάθιας συγκεντρώθηκαν διπλάσιες δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Και πάλι οι αντάρτες έστειλαν πρόσωπα ευϋπόληπτα να διαπραγματευθούν για την παράδοσή τους, χωρίς αίμα και θυσίες. Στη μάχη αυτή, το εφεδρικό ΕΛΑΣ Θαρρουνίων με 15 άνδρες έφτασε στο χωριό Μάμουλα, με σκοπό να λάβει μέρος. Διανυκτερεύσαμε μια βραδιά, αλλά ο καπετάνιος της περιοχής, επειδή οι συνεννοήσεις για παράδοση θα συνεχίζονταν (και συνεχίστηκαν για μια ακόμα βδομάδα), μας είπε να επιστρέψουμε στις δουλειές μας και όταν οι διαπραγματεύσεις δεν καρποφορούσαν, θα μας ειδοποιούσαν. Δυστυχώς, και πάλι δεν συμφώνησαν. Η μάχη έγινε χωρίς τη συμμετοχή μας, πλην του Θανάση Α. Καπενή, που τυχαίως ήταν εκεί. Τα αποτελέσματα γνωστά: Πολύ αίμα και θυσίες νια το τίποτα!
Στη μάχη της Ερέτριας, στη συνέχεια, τα Θαρρούνια απέχουν αρκετά και τον λόγο είχαν τα τμήματα και οι οργανώσεις των πλησιέστερων χωριών. Κατά την κατάληψη της Ερέτριας, εκεί ήταν και ο Γ. Ι. Βασιλείου, που είχε φύγει με τον τρόπο που περιέγραψα στην αρχή. Για να γλιτώσει, κατέβηκε σ’ ένα πηγάδι κι όταν οι αντάρτες διψασμένοι έριξαν τον κουβά να βγάλουν νερό να πιούνε, αυτός βοηθούσε να γεμίσει γρηγορότερα! (‘Ηταν νύχτα).
Εν τω μεταξύ, όλα τα κάστρα των Γερμανοράλληδων, μετά το φευγιό των αφεντικών τους, είχαν πέσει, πλην της Χαλκίδας. Και εδώ πάλι διαπραγματεύσεις πολλών ημερών, με προσπάθειες άξιων προσώπων και από τα δύο μέρη. Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκε η αδελφική αιματοχυσία.
Επιτέλους, η Εύβοια ελεύθερη! Η μεγάλη στιγμή είχε έρθει! Το χαρμόσυνο γεγονός έπρεπε να γιορταστεί με όλη τη μεγαλοπρέπεια! Προς τούτο, όλα τα χωριά έχουν κινητοποιηθεί να λάβουν θέση στη μεγαλειώδη παρέλαση στις 21 Οκτώβρη 1944.
Το χωριό μας ετοιμάζεται! ‘Ολοι μας έχουμε δουλειά! Με τα φτωχά μέσα της εποχής, φτιάχνουμε πλακάτ, που θα μαρτυρούν την παρουσία μας! Τα συνθήματα που γράφονται, είναι:

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ! ΖΗΤΩ Η ΕΠΟΝ ΘΑΡΡΟΥΝΙΩΝ!
ΖΗΤΩ ΤΟ ΚΚΕ! ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ!
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ! ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ ΛΑΟ
!

Καθαρίσαμε τα όπλα μας και το πρωί της 20 του Οκτώβρη ζεκινήσαμε νια Χαλκίδα γύρω στους δεκαπέντε νέοι. Καθένας μας είχε, εκτός του όπλου του, και μια κουβέρτα.
Περάσαμε στο χωριό Παναγιά, όπου και η ομάδα τους ενώθηκε με τη δική μας. Επικεφαλής και των δύο ομάδων τέθηκε ο παπα- Γιώργης Καπενής (τιμής ένεκεν) και κρατούσε τη σημαία. Με πορεία οχτώ ωρών φτάσαμε στο Βασιλικό, διανυκτερεύσαμε σε δύο σπίτια. Το πρωί, κάτω από καταρρακτώδη βροχή, φτάσαμε στη Χαλκίδα. Οι αρμόδιοι της παρέλασης μάς έβαλαν στη θέση, όπου λάβαμε μέρος στη μεγαλειώδη αυτή παρέλαση, που τα εμβατήρια τα έπαιζε η φιλαρμονική του Δήμου, που ήταν πρώτα με τους ράλληδες, με αρχηγό τον Ηλία Κοντάκο.
Η εμφάνιση της ομάδας μας και το πέρασμά της από τους επισήμους χειροκροτήθηκε, γιατί την κοσμούσε και ο παπάς.
Η εφημερίδα ΣΑΛΠΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΑΜ, μετά από λίγες μέρες, έγραφε μεταξύ των άλλων για την παρέλαση:
"Τη σημαία ενός χωριού, την κρατάει ο παπάς. Μπράβο, λεβεντοπαπά, του φωνάζει το πλήθος και ξεσπά σε χειροκροτήματα"!
Στην πλατεία αγοράς, όπου συγκεντρωθήκαμε, μίλησαν οι Γρηγόριος, ο Μητροπολίτης -Νικηφόρος της Ρούμελης Δημητρίου Λακιώτης του 7ου Συντάγματος Εύβοιας, ο Νότης Καπνίσης και άλλοι, που δεν Θυμάμαι.
Και έκλεισε η ωραία και αξέχαστη αυτή γιορτή που έμεινε στη μνήμη μου σαν την πιο όμορφη μέρα της ζωής μου, κλείνοντας με ωραία τραγούδια του αγώνα από χορωδία ανταρτισσών της Βορείου Ευβοίας και με τον εθνικό ύμνο.
Επισκεφτήκαμε τους συνεργάτες των Γερμανών που τους είχαν κλείσει στους στρατώνες και μου έκαναν τρομερή εντύπωση οι άσχημες χειρονομίες που μας έκαναν μέσα απ’ τα παράθυρα! Δυστυχώς, είχαν πλάτες γερές και στηρίγματα σίγουρα, καθώς απέδειξε το μέλλον.
Το μεσημέρι της επομένης, με καΐκι του ΕΛΑΝ μάς μετέφεραν στον Κάραβο και από κει, τραγουδώντας και αισιόδοξοι για το μέλλον, φτάσαμε στη Χεροχλάδα και κοιμηθήκαμε στο κονάκι του Δ. Γιαννούλη. Το πρωί ξεκινήσαμε για το χωριό, όπου φτάσαμε το μεσημέρι.
Από την περίοδο αυτή και πέρα μέχρι τον Δεκέμβριο 1944, η Οργάνωση των Θαρρουνίων λειτουργεί άριστα. Με τις τακτικές συνελεύσεις, με τις εκλογές όπου λάβαιναν μέρος και οι γυναίκες, με την κριτική που γινόταν στις διάφορες αποφάσεις, ήταν κάτι που και σήμερα το ζηλεύουμε έπειτα από σαρανταπέντε χρόνια.
Τα λαϊκά δικαστήρια έχουν και έντυπο οδηγό, που έχει συνταχθεί από την Κυβέρνηση του Βουνού, την Π Ε Ε Α. Είχε ψηφίσει και αντιπρόσωπος του χωριού μας άλλον αντιπρόσωπο, από την Κάρυστο νομίζω, και όλη η Εύβοια τον Νότη Καπνίση, που αυτός έλαβε μέρος στη συνέλευση των Κορυσχάδων, για να γίνει αυτή η προσωρινή κυβέρνηση, μετά το διώξιμο του κατακτητή.
Μέσα σ’ αυτό το όμορφο κλίμα, ζούμε την περίοδο αυτή μέχρι τον Δεκέμβριο 1944.
‘Οταν άρχισε ο εμφύλιος και σ’ όλη του τη διάρκεια τρέφαμε ελπίδες και μεγάλη αισιοδοξία για την έκβασή του. Δεν χάσαμε το θάρρος και το ηθικό μας! ‘Ωσπου ήρθε το τέλος με τις γνωστές συνέπειες, την παράδοση του θρυλικού ΕΛΑΣ άνευ όρων. Η Συμφωνία της Βάρκιζας αμνήστευσε μια μερίδα υπευθύνων και μεγάλων -γύρω στους 250- και οι άλλοι, ο λαός ο πάντα προδομένος, θα έδινε λόγο στους συνεργάτες των κατακτητών!
Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα τα θλιβερά, η Ορνάνωση των Θαρρουνίων δεν έχασε τη συνοχή της. Ελπίζαμε (μάταια) στο δίκιο του αγώνα και σε κάποιο θαύμα. Δεν άργησαν όμως μετά από λίγες μέρες να παρουσιάζονται σημάδια άσχημα για το χωριό μας! ‘Οσοι δεν είχαν ψυχή, λιποψύχησαν! ‘Αρχισαν οι διαρροές! ‘Αρχισε να μας αγγίζει ο φόβος για το τι μας περιμένει! Τα γύρω χωριά οργανώθηκαν στις οργανώσεις της Χ. Έλαβαν όπλα και τα Θαρρούνια έγιναν στόχος τους! Η αστυνομία, που είχε κρυφτεί στο καβούκι της, έκανε την εμφάνισή της!
Νιώθαμε πια τι μας περιμένει!
Εγώ είχα ένα αυτόματο ΣΤΕΝ. Πού να το παραδώσω όμως; (Εδώ καταντήσαμε!). Για καλή μου τύχη πέρασε ένας συναγωνιστής, τον φιλοξένησα ένα βράδυ και τον παρακάλεσα να με απαλλάξει. Αυτό και έγινε. Ο άτυχος αυτός, φεύγοντας απ’ τα Θαρρούνια, τουφεκίστηκε από έναν της δεξιάς του διπλανού χωριού. Τον άφησε για πεθαμένο, του πήρε το αυτόματο και έφυνε. Ευτυχώς, ο άνθρωπος αυτός επέζησε και έχασε μόνο το μάτι του. Σηκώθηκε κι έφυγε.
Αρχίζει για τα Θαρρούνια η αντίστροφη μέτρηση: η τρομοκρατία! Τα γύρω χωριά, όπως είπα, πήραν όπλα! Και μια ωραία μέρα κατέβηκαν από το βορεινό χωριό αρματωμένοι χίτες και κατέλαβαν το χωριό. Εμείς με βαριά καρδιά κρυφτήκαμε για να γλιτώσουμε, όχι πλέον από τους κατακτητές, αλλά από τους χτεσινούς συναγωνιστές και σύντροφους!Τη μέρα αυτή τουφεκίσανε πολλές φορές, χωρίς επιτυχία, τον Ν. Κουσερή, τον υπεύθυνο απέναντι στο Μεντούλι. Έπειτα (οι καλοί αυτοί χίτες), αφού άνοιξαν την αποθήκη της ΕΤΑ, όπου υπήρχαν τρόφιμα και λάδι αρκετό, το μοίρασαν σαν καλοί νοικοκυραίοι, το φόρτωσαν σε ζώα και έφυγαν, οι πειναλέοι και ψειριάρηδες (Που γι’ αυτούς γινόταν περισσότερο ο αγώνας). Ηταν η αρχή των δεινών που μας περιμένουν από δω κι εμπρός! Ετοιμαζόμαστε να προσγειωθούμε στη νέα κατάσταση που έρχεται ολοταχώς!
Πιστεύω προσωπικά, όπως και όλοι οι συναγωνιστές που λάβαμε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ότι δικαιούμαστε να αισθανόμαστε περήφανοι! Γιατί η τοποθέτησή μας εκείνη, ήταν σωστή, δίκαιη, αυθόρμητη, χωρίς να αποβλέπει σε προσωπικά οφέλη, αλλά μόνο σε θυσίες και για την ελευθερία της πατρίδας.
Σπουδαίο θεωρώ το επίτευγμα μέσα στη λαίλαπα αυτής της περιόδου, που δεν προκλήθηκε μέσα στα Θαρρούνια ουσιαστική αδικία. Αυτό ήταν μια επιτυχία της Οργάνωσης Θαρρουνίων, που προλάβαινε να καταστείλει τις μικρότητες ορισμένων μελών στη γέννησή τους. Ήταν και είναι φυσικό μέσα σ’ αυτή τη θύελλα να γίνουν και λάθη. Τα μικροκατηγορητήρια που για ψύλλου πήδημα και για να λύσουν προσωπικές παλιές διαφορές, δεν έλειψαν!
Στο χωριό, η Οργάνωση αυτού του είδους τις αντεκδικήσεις τις προλάβαινε με κινητοποιήσεις - υπογραφές.
Θυμάμαι μια φορά, όταν συνόδευα έναν κρατούμενο από την Παναγιά για το Μακρυχώρι, άνοιξα το κατηγορητήριο, είδα προσωπικό θέμα - και μάλιστα κουτσομπολιού – και το έσκισα! Τον παρέδωσα στο 30 τάγμα  Κι όπως ήταν φυσικό, χωρίς κατηγορητήριο, απολύθηκε μετά από τρεις μέρες! Κάτι τέτοια γίνανε αρκετά και αρκετοί από μας δεν ήταν άμοιροι σ’ αυτού του είδους τις εκδικήσεις! Γι’ αυτό, όταν το κλίμα άλλαξε εις βάρος μας, οι τύποι αυτοί βρήκαν τον εαυτό τους: Τοποθετήθηκαν, και γρήγορα μάλιστα, εκεί που ήταν η πραγματική θέση τους: Ο δημοκρατικός χώρος του ΕΑΜ δεν ήταν πρόσφορος γι’ αυτούς!      Η χρονιά του 1945 μας επιφυλάσσει πολλά κακά για το χωριό μας. Με τη συμφωνία της Βάρκιζας, το Κ.Κ.Ε διατηρεί τη νομιμότητά του (τύποις βέβαια), αλλά εμείς δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ουσιαστικά το τι μας περιμένει! Τα όπλα της Οργάνωσής μας έχουν παραδοθεί με διάφορους τρόπους και περιμένουμε...αναγνώριση και δικαίωση από την Κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητος!!!
Η ελπίδα μας και οι προσδοκίες μας όλη αυτή τη χρονιά βρίσκονται μέσα μας σε λανθάνουσα κατάσταση και δεν θέλουμε να πιστέψουμε ακόμη πως ο αγώνας αυτός χάθηκε για πάντα!
Οι παρακρατικές οργανώσεις (ων ουκ έστι αριθμός) φύτρωναν σαν μανιτάρια και είναι ουσιαστικά το κράτος! Οι επιδρομές στο φτωχό Θαρρούνι πυκνώνουν, με στόχο τους να σπάσουν το ηθικό μας με καλό (δήθεν) και με κακό! Τα οπλισμένα χωριά γύρω μας, κάθε μέρα μας κάνουν επίσκεψη (αβροφροσύνης)!! Το στέκι τους, τα καφενεία. Εκεί παίρνονταν οι αποφάσεις για τη σωτηρία της πατρίδας! Και να πώς: Άφηναν τα όπλα στη γωνία. Αφού εν τω μεταξύ ο καλός μεζές είχε ετοιμαστεί (κυρίως κοτόπουλα), το έριχναν στο κρασί. Και αφού γίνονταν τύφλα στο μεθύσι, άρχιζαν τους πυροβολισμούς! Στο τέλος , πλημμυρισμένοι από εθνικά ιδεώδη, έβγαζαν και λόγο εναντίον του κομμουνισμού!! (Θεέ και Κύριε των δυνάμεων)!!
Εν τω μεταξύ, δεν άργησαν και απ’ το χωριό μας ν’ ακολουθήσουν αυτούς τους καλούς πατριώτες (ελάχιστοι ευτυχώς) δικοί μας, αφού προηγουμένως τους έλιωσαν στο ξύλο. Έγιναν και αυτοί οι λεγόμενοι Εθνικόφρονες Θαρρουνίων.
Οπλίστηκαν κι αυτοί, αφού ανένηψαν και αποκήρυξαν τον κομμουνισμό και τις παραφυάδες του!!
Το χωριό, οι αγωνιστές του, οι απλοί άνθρωποι, άρχισαν να ανησυχούν, αλλά τι μπορούν να κάνουν;
Ελπίδα μας, ο Θεός

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1945

Εγώ, ο Δημήτρης Κ. Μωλές, ο Αποστόλης Γ. ΜωΛές, σκεφτήκαμε να πάμε στα αμπέλια του Βασιλικού να δουλέψουμε στον τρύγο αφενός, και να φύγουμε για λίγο από το τρομοκρατικό περιβάλλον της περιοχής αφετέρου. Με χίλιες δυο προφυλάξεις περάσαμε έξω από του Γυμνού, έξω από την Ερέτρια και φτάσαμε στο Βασιλικό. Εκεί πήγαμε σ’ έναν πατριώτη μας,τον Χαράλαμπο Γ. Κάλφα.
Εκεί κοιμηθήκαμε. Συζητήσαμε με τον γιο του Δημήτρη, που ήταν κι αυτός αντάρτης και μας είπε ότι προς τ’ αμπέλια είναι οργανώσεις Χ παρακρατικές και να φυλάγεστε να μη σας πάρουν χαμπάρι. Εγώ, με τον Δημήτρη Κ. Μωλέ, δεν θυμάμαι πού ακριβώς κοιμηθήκαμε το δεύτερο βράδυ και είχαμε βρει δουλειά για την άλλη μέρα. Ο Αποστόλης κοιμήθηκε σε συγγενικό του σπίτι. Εκεί όμως, για κακή του τύχη, κάποιος τον αναγνώρισε, ότι ήταν στον ΕΛΑΣ. Μαζευτήκαν δυο τρεις και μπροστά στα μάτια των συγγενών του τον κάνανε μαύρο στο ξύλο! Κάποιος ήρθε και μας έκανε γνωστό το γεγονός αυτό. Το πράγμα πια δεν ήταν για δουλειά! Υπήρχε φόβος να μας αναγνωρίσουν και να πάθουμε τα ίδια! Αποφασίσαμε να φύγουμε τα μεσάνυχτα. Έτσι κι έγινε. Πήραμε κρυφά τον Αποστόλη, τον βάλαμε καβάλα σ’ ένα μουλάρι (είχαμε οι δυο μας τα ζώα) και φύγαμε ολοταχώς για τα Θαρρούνια. Πολύ ψηλά από την Ερέτρια (γιατί παντού δέρνανε), μεταξύ Μάμουλα και Γυμνού, μέσα από το Σαρανταπόταμο, φτάσαμε βράδυ στο Αγριλίγι. Εκεί σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα μαύρο χιούμορ (Ο άνθρωπος και στις δυσκολίες του ακόμα θέλει να γελάσει).
Βάλαμε τον Αποστόλη στου Δ. Μωλέ το μουλάρι, τον τυλίξαμε με μια βελέτζα, τον δέσαμε όπως δένουν ένα κούτσουρο και του είπαμε να μη μιλά και να κάνει τον μισοπεθαμένο!! ‘Ετσι κι έγινε. ‘Ωρα 9 φτάσαμε στου Γιάννη Κιούση (Ζέμπου) Το μαγαζί, όπου αντίκρισαν αυτό το θέαμα. Μας άρχισαν τις ερωτήσεις κι εμείς διαβεβαιώναμε ότι είναι πολύ σοβαρά και δεν μπορεί να μιλήσει! Μας ακολούθησε κόσμος πολύς. Μεταξύ αυτών και ο δάσκαλος Κούκης, ο οποίος τους έβριζε γι’ αυτό που κάνανε. Φτάσαμε στου Ποστόλη το σπίτι. Κλαυθμόςκαι οδυρμός όλη η γειτονιά! Η μάνα του τραβούσε τα μαλλιά της! Εμείς τον κατεβάσαμε με προσοχή, τον βάλαμε στο κρεβάτι και του είπαμε στο αυτί να μη μιλάει για λίγες μέρες! Αφού τον παστώσαμε κρεμμύδια, φύγαμε ξεκαρδισμένοι στα γέλια!! Ο Ποστόλης έκανε όπως του είπαμε και τέλειωσε κι αυτό το αστείο, σε άσχημη εποχή.
Κάνουμε κρυφές συναντήσεις και συζητάμε τα πάθη μας. Ο τυφλός, ο Σταύρος Παλόγος, με το ποιητικό του ταλέντο, μας πρόσφερε ένα καινούριο τραγούδι, που σατίριζε αυτούς που άλλαξαν στρατόπεδο και μας κυνηγούσαν. Το ποίημά του έπρεπε να γραφτεί και να κολληθεί σε κεντρικό σημείο για να γελάσει όλο το χωριό. Ο Δημήτρης Μωλές, τσουκαλάς, προθυμοποιήθηκε να το γράψει με το αριστερό χέρι που μπορούσε με ευχέρεια, χωρίς να διακρίνεται ο γραφικός του χαρακτήρας. Ετσι κι έγινε. Μία ωραία πρωΐα, στου Γιάννη του Κιούση (Ζέμπου) το καλύβι, στη χοντρή μουριά, έσκυβαν οι χωριάτες και διάβαζαν κι έφευγαν σκασμένοι στα γέλια. Έλεγε το ποίημα:

Είμαι ο καλός σας αρχηγός.
Να μου φέρετε όλοι απ’ ένα αυγό
κι έχω πολλά να σας υποσχεθώ.
θα σας βγάλω και μισθό.
Εγώ εδήλωσα μετάνοια και πίστη
να φρουρήσω το χωριό
με τ’ αυτόματο στην πλάτη
και με άγρυπνο το μάτι.
Ο Λαός
Σε ξέρουμε, βρε ακαμάτη,
που γυρνάς μαγαζί σε μαγαζί.
Είσαι μεγάλος μεζετζής
και το ρουφούσες το κρασί.
Απέναντι στη ρεματιά,
χωρίς καμιά παρέα,
και με τον τηλεβόα φώναζες:
"Θάνατος! Θάνατος στον Βασιλέα!
"Και τα περνούσες φίνα και ωραία....
Όταν, έξω απ’ την Παναγιά
σε λιάνισαν οι ράλληδες
μια ωραία μέρα!

Το τι επακολούθησε, το φαντάζεστε. Γέλια ο λαός, αστυνομία στο χωριό, ανακρίσεις να βρούνε τους κακοποιούς! Φυσικό ήταν να καταλήξουν στον τυφλό Σταύρο Παλόγο. Με απειλές, με λόγια πικρά και με κάθε τρόπο πίεσης για να μαρτυρήσει ποιος το έγραψε, αλλά μάταια. Ο τυφλός, βράχος ακλόνητος! Δεν ομολόγησε τίποτα!Με το αισθητήριό τους όμως, υπολόγιζαν ποιοι το ‘γραψαν, αλλά τους μπέρδευε ο γραφικός χαρακτήρας.

1946

Η γενική κατάσταση χειροτερεύει για την Εθνική Αντίσταση. Το κράτος οργανώνεται, αλλά παράλληλα και οι παρακρατικές οργανώσεις, Οι εαμίτες ήταν ο στόχος τους. Στο χωριό μας πολύ λίγοι άλλαξαν φρόνημα, είτε από φόβο, είτε από συμφέρον, είτε γιατί ήταν η φυσική του τοποθέτηση αλλού και βρήκαν τον εαυτό τους.‘Εχουμε κυριολεκτικά αποκοπεί από τον έξω κόσμο. Εφημερίδα δημοκρατική δεν τολμάει κανείς μας να την πιάσει φανερά. Η χρονιά αυτή είναι να γίνουν εκλογές, αλλά και οι συνθήκες που επικρατούν είναι ο φόβος και ο τρόμος.
Ήρθαν στο χωριό Γάλλοι παρατηρητές για να ρωτήσουν αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη διενέργεια των εκλογών. Συνοδεύονταν από τον αστυνόμο του Αλιβερίου και μερικούς πρόθυμους που μας παρακολουθούσαν. Ζήτησαν τον Γραμματέα του Κ.Κ Γιώργη Α. Γιαννούλη και μέσω του διερμηνέα τον ρωτούσαν αν υπάρχει ελευθερία της έκφρασης για το δημοψήφισμα. Ο ερωτηθείς απάντησε ότι επικρατεί τρομοκρατία και οι συνθήκες είναι οι χειρότερες που μπορεί να φανταστεί κανείς! Αν ο διερμηνέας τα μετέφερε σωστά ή όχι, δεν γνωρίζω. Ο αστυνόμος όμως γύρισε και του είπε: "Θα σε διορθώσω καλά..."
Και πράγματι το πλήρωσε μ’ ένα πολύ γερό ξύλο στο Αλιβέρι. Εν τω μεταξύ οι ακέφαλοι εγκέφαλοι του Κ.Κ.Ε έδωσαν εντολή αποχής από τις εκλογές του Μάρτη 1946. Εμείς δυστυχώς υπακούσαμε. Το αποτέλεσμα; 90% υπέρ της Δεξιάς! Χαρακτηριστικό παράδειγμα (τίμιας!!) διενέργειας, είναι πως ένας γαμπρός μου, Β.Γ. Καπενής, ψήφισε 8 φορές με ονόματα πεθαμένων! Και μου έλεγε πράγματι την αλήθεια!
Την εποχή αυτή με απολύουν από Γραμματέα της Κοινότητας ως ανεπιθύμητο πρόσωπο! Στο διάστημα αυτό, τέθηκε εκτός νόμου το Κ.Κ. και άρχισαν να γίνονται οι φάκελοι, έστω και για μια κουβέντα. Είμαστε στη διάθεση αυτών που διοικούν το χωριό. Εξέταση κατηγοριών δεν υπάρχει. Ό,τι βαστάει η ψυχή τους λένε, και οι αρχές σημειώνουν και γράφουν!
Το ξύλο πέφτει αλύπητα από τα γύρω χωριά στους στιγματισμένους Θαρρουνιάτες. Ο Δημήτρης Αναστ. Γιαννούλης αγόρασε μια εφημερίδα από περίπτερο της Βάθιας και έως ότου να φτάσει στου Γυμνού, είχαν λάβει γνώση οι μαγκουροφόροι και τον περίμεναν. Τον οδήγησαν στο νεκροταφείο, τον σάπισαν κυριολεκτικά στο ξύλο και τον άφησαν μισοπεθαμένο! Συγγενείς του τον μετέφεραν σε κακό χάλι στα Θαρρούνια και γλίτωσε ως εκ θαύματος!
Αυτή είναι η κατάσταση στο χωριό μας, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Φυσικά, ύστερα απ’ αυτές τις τρομερές και παράνομες πράξεις, άρχισαν να δημιουργούνται ομάδες καταδιωκομένων και δημιουργείται ο Δημοκρατικός Στρατός.
Αυτή την εποχή με καλούνε για φαντάρο. Έφτασα μέχρι τη Χαλκίδα και επειδή ήμουν προστάτης μοναδικός χήρας μητέρας, με έδιωξαν και γύρισα στο χωριό. Εδώ στάθηκα πολύ τυχερός, γιατί γλίτωσα την εξορία στη Μακρόνησο, όπου πήγαν άλλοι φίλοι και συναγωνιστές μου. Εκεί στη στρατολογία, έκαναν ό,τι ήθελαν! Γύρισαν κάποιον πίσω χωρίς κανένα δικαιολογητικό, λέγοντάς του:
"Σε χρειαζόμαστε να είσαι στο χωριό!!!"
Ο Δημήτρης Κ. Μωλές παρουσιάστηκε στον Βόλο κι από κει κατευθείαν στη Μακρόνησο. Ο εμφύλιος πόλεμος έχει αρχίσει. Τώρα δυστυχώς πολεμούν οι Έλληνες τους Έλληνες! Τα στρατοδικεία δικάζουν και τα αποσπάσματα εκτελούν! Οι αντάρτες και αυτοί κάνουν το ίδιο. Δεν γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του! Μια ομάδα ανταρτών διαπεραιώνεται στην Εύβοια. Είναι οι Ανάποδος, Φάνης κλπ.
Έχει μπει το 1947. Η ομάδα αυτή αυξάνει από τους καταδιωγμένους και κακοποιημένους των χωριών της Εύβοιας.
Τα Θαρρούνια στον εμφύλιο δεν έλαβαν μέρος. Παρ’ όλες τις πιέσεις και κακοποιήσεις, που τις αντιπαρέρχομαι, υπομείναμε καρτερικά τις διάφορες ταπεινώσεις και μας βγήκε σε καλό.
Στον εμφύλιο σκοτώθηκαν δύο: οι Σταύρος Ι. Σύρος στον Γράμμο και ο Πέτρος Γιαννούλης στα Μάρμαρα Φθιώτιδος. Φόρος αίματος από αδελφικά βόλια!
Ο εμφύλιος κράτησε μέχρι το 1949 με την ήττα των ανταρτών, αφού έπεσε ολόκληρη η Αμερική επάνω τους.
Τα Θαρρούνια, αν και δεν έλαβαν μέρος, όπως προείπα, με έμψυχο υλικό, όμως έμμεσα και με συμπάθεια βοήθησαν τους ταλαιπωρημένους και διαγραμμένους μέσα στο νησί μας αυτούς ανθρώπους. Τους βοήθησαν με τρόφιμα, ρούχα και επί ένα μήνα έτρεφαν τον Σαπουτζή (Μπετόβεν) στης Καλόγριας το Κατούνι.
Το 1948, χειμώνας, ήμουν στο καφενείο Γιάννη Κιούση, βράδυ με δέκα άλλους χωριανούς συζητούσαμε τα γεγονότα που συνέβαιναν γύρω μας. ‘Ωρα 9, Φεβρουάριος νομίζω, άνοιξε η πόρτα, μπήκε ένας ένοπλος άνδρας με προτεταμένο το αυτόματο, λέγοντας:
"Εδώ Δημοκρατικός Στρατός! Ψηλά τα χέρια!"
Όλοι μας σηκώσαμε τα χέρια. Πήγε κατευθείαν στο τηλέφωνο, έκοψε το καλώδιο και το χτύπησε κάτω και το διέλυσε! Μπήκαν και άλλοι πέντε, μας μέτρησαν -είμαστε έντεκα- βγήκαν έξω και ξαναήρθαν φέρνοντας και τους άλλους χωριάτες, που κάθονταν στο διπλανό καφενείο του Αθανάσιου Κουσερή. Μας είπαν να καθήσουμε κάτω και ο αρχηγός ΦΑΝΗΣ μίλησε και είπε τους γνωστούς λόγους που τους ανάγκασαν να πάρουν ξανά τα όπλα.
Είπε ότι ο αγώνας θα συνεχιστεί και ζήτησε συμπαράσταση από το χωριό μας σε τρόφιμα και σε έμψυχο ανθρώπινο δυναμικό! Ανταπόκριση όμως εκ μέρους μας δεν βρήκαν τα λόγια τους, γιατί εμείς δεν μιλούσαμε καθόλου! Τότε χτύπησε το κοντάκι του όπλου του με δύναμη στο τσιμέντο, που μας έπιασε φόβος και τρόμος. Εγώ φορούσα ένα στρατιωτικό χιτώνιο, με διέταξε να το βγάλω και το έδωσα με κρυφή χαρά!! Έβγαλαν και του Χρήστου Γιαννούλη τα παπούτσια και δεν θυμάμαι αν πήραν από άλλους. Πήραν κούτες τσιγάρα και λουκούμια. Τα πλήρωσαν όλα από μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα που είχαν και ήταν γεμάτη λεφτά. Αυτή η ομάδα βοηθήθηκε πολύ στις δύσκολες μέρες της από τους τσοπάνηδες των Θαρρουνίων. Και τους τάϊσαν και τους έκρυψαν. Είχε φτάσει όμως το τέλος τους. Ο στρατός είχε απλωθεί σ’ όλη την Ελλάδα με μεγάλες δυνάμεις και με σύγχρονα μέσα και όπλα. Στην περιοχή μας έφτασε λόχος λοκατζήδων, με έδρα το Τραχήλι. Στρατολογούσε από κάθε χωριό όσους ήθελε και κάθε βράδυ μικρές ομάδες πολιτών με έναν λοκατζή, τοποθετούσαν ενέδρες παντού για να πιάσουν την ομάδα του ΜΠΕΤΟΒΕΝ.
Οι αντάρτες, μπρος σ’ αυτή την άσχημη γι’ αυτούς κατάσταση, χωρίστηκαν ανά δύο ή τρεις και λούφαζαν μέσα σε απρόσιτα μέρη, αποκομένοι από παντού. Ο Μπετόβεν, κρυμένος ψηλά, στα μικρά αμπέλια των Θαρρουνίων, ετροφοδοτείτο κανονικά από τον Γιώργη Βασιλείου, τον χωρίς να θέλει ταγματασφαλίτη, χωρίς να προκαλεί ο ίδιος την παραμικρή υποψία στους λοκατζήδες!
Τότε οι στρατιώτες άρχισαν να κακοποιούν τους τσοπάνηδες, που τους θεωρούσαν τροφοδότες των ανταρτών. Συνέλαβαν όλους τους κτηνοτρόφους των Θαρρουνίων, ηλικιωμένους και μη, τους ξυλοφόρτωσαν και τους διαπόμπευσαν. Τον Θανάση Κιούση (Καρανάσιο), τον Νικόλα Θ. Γιαννούλη, τον Δημήτρη Γ. Παλόγο και άλλους, τους κούρεψαν με ψιλή μηχανή, τους έκοψαν τα μουστάκια και τους έκαναν θέατρο! Όταν τους αντίκριζες, σε έπιαναν τα κλάματα! Άλλους έδειραν, τον Κώτσια Παλόγο, τον Βαγγέλη Λυμπέρη και τους έδεσαν και τους πήγαν κρατούμενους έξω από το Αλιβέρι, στο χωριό Μπούζι, για πολλές μέρες. Στο χωριό μας, έπειτα απ αυτά, επικρατεί μεγάλο μίσος γι’ αυτούς που ήρθαν δήθεν σαν απελευθερωτές.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα που επικρατεί στα Θαρρούνια, ο ΜΠΕΤΟΒΕΝ τροφοδοτείται κανονικά από τον Βασιλείου. Μια νύχτα του πήγαμε κι εμείς λίγα σταφύλια από τ’ αμπέλια, με τον Γ.Α. Γιαννούλη.
Ο Μπετόβεν θέλησε να φύγει πια, γιατί φοβόταν μήπως προδοθεί, επειδή το ‘ξεραν πολλοί. Ο Βασιλείου τον προώθησε προς την Μήστρο στην Κεντρική Εύβοια, όπου είναι γνωστά από την Ιστορία πώς συνελήφθη!
Τελείωσε πια ο εμφύλιος! Εκλογές γίνονται και ξαγίνονται κάτω από βία και νοθεία. Εκλέγονται πανηγυρικά κυβερνήσεις της δεξιάς, αλλά τα Θαρρούνια δεν το βάζουν κάτω!
Και έρχονται οι εκλογές του 1958, όπου παρουσιάζονται 80 ψήφοι της ΕΔΑ! Τα τριγύρω χωριά μάς απομονώνουν! Σαν ψωριασμένα όντα μας αποστρέφονται! Γνωστοί και φίλοι αποφεύγουν και την καλημέρα μας για να μη χαρακτηριστούν συνοδοιπόροι και τους φτιάξουν φάκελο στην Αστυνομία! Το μάθημα που έδωσε το Θαρρούνι, στοίχισε πολύ στις αρχές και εξουσίες. Ανεβοκατεβαίνουν στο χωριό, προσπαθούν να εντοπίσουν, σχολάνε από το λιγνιτωρυχείο ανθρώπους αθώους, άλλους τους υποχρεώνουν να δηλώσουν μετάνοια και όσοι το έκαναν, πάλι έχασαν τη δουλειά τους. Άλλους τους υπόσχονται καλές δουλειές, αλλά δεν βγαίνει τίποτε!
‘Εχω γίνει εν τω μεταξύ ιερέας. ‘Ερχεται ο αστυνόμος Αλιβερίου και μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου -πρώτα με κολακευτικά λόγια για το πρόσωπό μου- μου παρουσιάζει κατάλογο 80 ονομάτων Θαρρουνιωτών να επιβεβαιώσω ότι πράγματι ψήφισαν την ΕΔΑ.
Εγώ τον αντιμετώπισα με ηρεμία, αλλά και του απέδειξα πως είναι αδύνατο άνθρωπος να γνωρίζει τι εψήφισε κάποιος, εφόσον η Ψηφοφορία είναι μυστική.
"Άλλο πίστη, κύριε αστυνόμε, και άλλο γνώση."
Τότε μου απάντησε:
"Εγώ φταίω που ασχολούμαι με σένα! Λες και δεν ξέρω τι φρονείς!"
Στη συνέχεια κλήθηκα στο Αλιβέρι τρεις φορές, για να πάψω να κάνω παρέα με αριστερούς και άλλες παρατηρήσεις παιδαριώδεις.
Σε κάποιες εκλογές (δεν θυμάμαι πότε), επειδή το χωριό που υπηρετούσα ψήφισε δημοκρατικά, μου απέδωσαν ευθύνη για τη στροφή αυτή! Αποφεύγω να σχολιάσω αυτές τις μικρότητες!
Τα Θαρρούνια, μετά την Κατοχή, έμεινε και είναι δημοκρατικό. Αντιστέκεται μέχρι σήμερα σε κάθε βία και παραμένει δημοκρατικό! Απόδειξη: Ρίχτε μια ματιά στις εκλογές και τ’ αποτελέσματα όσοι αμφιβάλλετε και θα με δικαιώσετε!           Ήρθε η δικτατορία. Εγώ ευρίσκομαι εφημέριος στην ενορία του Αγίου Λουκά. Η εφταετής διάρκειά της ήταν σκληρή για όλη την Ελλάδα. Η δημοκρατία καταλύθηκε και έγινε το μεγάλο κακό. Η δικτατορία επενέβη και διέλυσε τη δημοκρατία της Κύπρου, όπου οι κακοί γείτονες Τούρκοι βρήκαν αφορμή και άρπαξαν τη μισή Κύπρο με τις γνωστές συνέπειες, με τους χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους μέχρι σήμερα. Με την τραγική αυτή ενέργεια οι δικτάτορες γυμνοί και καταδικασμένοι πρόσφεραν τη μισή Κύπρο δώρο στον Αττίλα. Αυτό ήταν το έργο και το τέλος τους που ήθελαν να σώσουν την Ελλάδα από τον κομμουνισμό.
Και ήρθε η μεταπολίτευση...1974, έγιναν εκλογές ελεύθερες επιτέλους και άρχισε η Ελλάδα μετά από 35 χρόνια να μπαίνει στη νομιμότητα. Όμως τα τραύματα είναι πολλά και οι κακομοιριές δε λένε να ξεπεραστούν. Αυτήν την περίοδο νομιμοποιήθηκε και το Κ.Κ.Ε και έφτασε το 1980 όπου η κυβέρνηση που προήλθε έλαβε πιο δημοκρατικά μέτρα, κατάργησε τις γιορτές του μίσους που μας ξεχώριζαν σε καλούς και κακούς. Κατάργησε τα κοινωνικά φρονήματα και έκαψε τους φακέλους και επιτέλους αναγνώρισε την εθνική αντίσταση και συμφιλίωσε τους Έλληνες. Η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης αφορούσε τους περισσότερους Έλληνες καθώς και εμένα προσωπικά. Εδώ περιγράφω πως υποδέχθηκα το μέτρο τούτο.
Στις 22/2/1987 μετά τη θεία λειτουργία στην ενορία μου, προσκεκλημένος πήγα στη νομαρχία Ευβοίας στη Χαλκίδα να παραλάβω το μετάλιο ως μέλος της εθνικής αντίστασης, με πολλούς παλιούς φίλους και συντρόφους.
Μεταξύ των ομιλητών, μίλησα και εγώ και για την ιστορία αντιγράφω στις αναμνήσεις μου αυτή την ομιλία:

Κύριε Νομάρχη, Αγαπητοί φίλοι,
Σήμερα ζω μια στιγμή από τις ωραιότερες της ζωής μου. Πιστεύω πως ωραιότερη δεν υπάρχει! Δεν είναι όνειρο πια, αυτό που υπομονετικά και με παράπονο περίμενα και ήλπιζα. ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ. Ήθελα να ακούσω την επίσημη φωνή της, ότι η συμμετοχή μου στην αντίσταση, δεν ήταν πράξη αντεθνική, αλλά δίκαια και Ελληνική! Και να που γεύωμαι σήμερα χαρά και περηφάνεια που δε συγκρίνεται με τίποτε.
Η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, έπρεπε να είχε γίνει πριν από πολλά χρόνια γιατί ήταν πράξη πατριωτισμού και γέννημα ολόκληρου του Ελληνικού λαού και σαν τέτοια έπρεπε να τιμηθεί! Στη φωνή της καταπατημένης πατρίδας έτρεξαν τα παιδιά της, εθελοντικά και χωρίς φιλοδοξίες, να πάρουν πίσω αυτό που οι κατακτητές χωρίς λόγο τους στέρησαν! ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Και όταν αποκτήθηκε, με αίμα και θυσίες, το πολύτιμο αυτό αγαθό, η πατρίδα επλήρωσε αυτούς που πρωτοστάτησαν στον αγώνα το δίκαιο με τον πιο απαράδεκτο τρόπο που όλοι μας γνωρίζουμε! Ήταν λοιπόν χρεωμένη στη συνείδηση του Ελληνικού λαού για αυτή της τη συμπεριφορά. Η σημερινή πολιτεία όμως, με αυτό το νομοθέτημα της αποκατάστασης, έγραψε στο ενεργητικό της λαμπρή σελίδα στην ιστορία, που την τιμά. Θα πρέπει να είναι και αυτή περήφανη γιατί σε αυτήν έλαχε ο κλήρος, έστω και αργά, να αναγνωρίσει και να επανορθώσει ένα λάθος και μια αδικία που όταν κανείς το σκέφτεται τον πιάνει ντροπή και θλίψη. Προσωπικά νοιώθω την υποχρέωση να πω στην πολιτεία ένα ευχαριστώ!
Φίλοι αγαπητοί,
Στη χαρμόσυνη αυτή γιορτή την επίσημη από την πολιτεία, ο νους μου πετά σε αυτούς που δε βρίσκονται κοντά μας! Άλλοι μεν άφησαν την πνοή τους στα λαγκάδια και τις ρεματιές άκλαφτοι και αδιάβαστοι και άλλοι άφησαν τον κόσμο αυτό με το πικρό παράπονο στα χείλη πέρνοντας μαζί τους το στίγμα του αναρχικού ή και του προδότη!
Μ’αυτούς ας επικοινωνίσουμε ψυχικά λέγοντας αιωνία σας η μνήμη φίλοι και συναγωνιστές!
ΑΠΟΝΟΜΗ ΜΕΤΑΛΙΟΥ 22-2-1987
Ήταν η στιγμή που τόσα χρόνια περίμενα! Η στιγμή της δικαίωσης! Οι γιορτές εδώ και στο εξής πλέον είχαν χαρακτήρα πανηγηρικό. Στα μέρη όπου είχαν δοθεί μάχες με τους κατακτητές όπως στη Λαμπούσα και στην κακή σκάλα, ελεύθερα τελούνται εις ανάμνηση στη μνήμη των πεσόντων επιμνημόσυνες δεήσεις, συγκεντρώσεις και σχετικές ομιλίες.  Τις επετείους αυτές τις τιμούσαν όλοι οι πατριώτες Έλληνες με πολύ συγκίνηση κα τιμή. Τιμητική θέση είχαν αυτοί που είχαν άμεση σχέση τα παιδιά των, εκπρόσωποι της πολιτείας, δημοτικοί άρχοντες, πολύς κόσμος, αντιστασιακές οργανώσεις Αθηνών, Χαλκίδος και των γύρω χωριών. Από τις γιορτές αυτές δεν έλειψα ποτέ και πριν από τη δικτατορία και μετά την αναγνώριση, και ως ιερεύς και ως μέλος της εθνικής αντίστασης.
Την 18η Σεπτεμβρίου 2005 μεταξύ των τιμηθέντων:
1)Καπετάν Μπετόβεν,
2)Δημητρίου Μάστορη,
3)Σωκράτη Ιωαννίδη,
4)...Βλάση, έλαβα και εγώ
5)ιερεύς Γεώργιος Β. Γιαννούλης παρά του δημάρχου Αυλώνος κου Κατσούλη την τιμητική διάκριση του αντιστασιακού.
Στη συνέχεια η ομιλία μου στη γιορτή.

Αγαπητοί του λαού εκπρόσωποι σύντροφοι και φίλοι:
Κάθε χρόνο το Σεπτέμβρη μήνα, ερχόμαστε σε αυτόν τον αιματοβαμένο τόπο, ταπεινοί προσκυνητές να αποθέσουμε ένα λουλούδι στο μνημείο της ιστορικής Λαμπούσας, γεμάτοι αναμνήσεις της νικηφόρου μάχης που έδωσαν οι αντάρτες της Εύβοιας – του θρυλικού Ε.Λ.Α.Σ – Οι ήρωες της εθνικής αντίστασης.
Το ιστορικό της πολύνεκρης μάχης, λεπτομερώς μας το έχουν διηγηθεί χείλη αψευδή. Οι ίδιοι οι πολεμιστές που σχεδίασαν την ενέδρα και την εκτέλεσαν με επιτυχία. Ήταν οι ηγήτορες του 3ου τάγματος, Προκόπης και Θανάσης Τζάνος με τους μαχητές τους. Εμείς θαυμαστές στις αφηγήσεις των άξιων τέκνων της πατρίδας μας, μας περιέγραψαν με ταπεινοφροσύνη το αποτέλεσμα. Σήμερα δεν είναι κοντά μας! Είναι μαζί με το αντρειωμένο παληκάρι , το Βασίλη Μήτρου, που έπεσε την ημέρα της μάχης! Ο κόσμος ολόκληρος θαύμασε τους Έλληνες και την πατρίδα μας. Και η πατρίδα μας αλήθεια, πως τίμησε τα άξια παιδιά της; Δυστυχώς γνωρίζουμε από πρώτο χέρι. Καλύτερα να τα ξεχάσουμε! Και το μνημείο που βλέπουμε μπροστά μας για να θυμίζει στις νέες γενιές καθήκοντα και υποχρεώσεις, και αυτό δυστυχώς δεν είναι της πατρίδος προσφορά. Είναι και αυτό έργο του λαού, των αντιστασιακών οργανώσεων, σχέδιο του προέδρου κ. Ιωαννίδη, είναι χρήμα εράνου του συντρόφου Δημ. Μάστορη στον Καναδά που κυνηγημένος και αυτός κατέφυγε, του δημάρχου Αυλώνος κου Κατσούλη ο οποίος είναι και ο οικοδεσπότης της εορτής, φροντίδα του προέδρου του Νεοχωρίου και δωρεές μελών της εθνικής αντίστασης. Σε όλους αυτούς που προσέφεραν και κόπιασαν εμείς με την καρδιά μας τους ευχαριστούμε θερμότατα. Θα ήταν πολύ ανώτερο αν μια ταπεινή πλάκα με ένα Σταυρό, σύμβολο θυσίας, προείρχετο από τη γλυκιά μας πατρίδα! Θα ήταν σύμβολο ενότητος του έθνους! Αλλά και εδώ ακόμη φάνηκε πολύ φτωχή! Φαίνεται πως ακόμα μας τρώει το σαράκι της διχόνοιας και του μίσους! Αυτό διαπιστώνεται από την καθιέρωση διπλών εορτασμών για το ίδιο γεγονός! Μα ποιές είναι τέλος πάντων αυτές οι διαφορές που μας χωρίζουν και μας ντροπιάζουν σαν Έλληνες και πατριώτες; Προσωπικά δεν το καταλαβαίνω! Άν είναι θέμα πρωτείων, τότε πρέπει να νιώσουμε πως η εθνική αντίσταση είναι όλων των Ελλήνων προσφορά και θυσία! Δεν είναι κανενός ιδιότη ή κόμματος κτήμα και κληρονομιά! Θλιβερή εξαίρεση μόνο μια μικρή μειοψηφία που συνεργάστηκε με τον κατακτητή. Στη γιορτή τούτη του λαού πρέπει να είμαστε όλοι οι Έλληνες αγαπημένοι, και αδελφομένοι να ξεχάσουμε τα μίση και να κοιτάξουμε μπροστά μας και το μέλλον και την πρόοδο της πατρίδος. Και σήμερα ήρθαμε να τιμήσουμε τους νεκρούς και να σφίξουμε το χέρι σ’αυτούς που απέμειναν, τους μαχητές της Λαμπούσας που μετρώνται στα δάκτυλά μας πλέον, αλλά και να χαρούμε την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης από την πολιτεία. Είναι μεγάλο βήμα για την ενότητα του λαού μας, και όποιος προσπαθεί να σμικρίνει τη σημασία της κάνει μεγάλο λάθος. Αυτό ήταν κάτι που χρόνια το ζητούσαμε. Αυτή η αναγνώριση ξεκαθάρισε το δίλημα που όλοι μας είχαμε, εάν καλώς επράξαμε και αντισταθήκαμε ενάντια στον κατακτητή ή ΌΧΙ! Και η πατρίδα επίσημα μας είπε το ΝΑΙ. Με την αναγνώριση μας τίμησε έστω και ΗΘΙΚΑ. Σύντροφοι: ας σκεφτούμε και αυτούς που δε γεύτηκαν αυτή τη χαρά της δικαίωσης αλλά έφυγαν με το πικρό παράπονο πέρνωντας μαζί τους το στίγμα του προδότη ή του συνοδοιπόρου. Άλλοι σύντροφοι, κυνηγήθηκαν από το παρακράτος και πήραν τα μάτια τους για τα άγρια βουνά ή την ξενιτιά.
Μερικοί είπαν πως η αναγνώριση δεν ήταν τίποτε το σπουδαίο. Όχι αγαπητοί, είναι μια δικαίωση της τελευταίας προκήρυξης του Ε.Λ.Α.Σ (που είναι το κύκνειο άσμα) «Για την ανάμνηση των αγώνων σας θα κοπεί ειδικό μετάλιο και θα δοθεί σε όλους σας. Θα στολίζει τα γενναία στήθεια σας και θα περάσει στα παιδιά σας και στα παιδιά των παιδιών σας. Τρίκαλα 15-2-1945». Ας έχουμε την ψυχική δύναμη φίλοι μου να αναγνωρίζουμε και κάτι καλό που έγινε ή γίνεται σε αυτόν τον τόπο από την πατρίδα! Είναι αλήθεια πως όλα τα ευεργετήματα δεν έφτασαν για όλους. Ιδίως στα υλικά έγιναν διακρίσεις, αλλά δεν πειράζει. Δε ζητούμε τίποτε γιατί εμείς εθελουσίως αντισταθήκαμε και πράξαμε το χρέος μας προς την πατρίδα. Ας κοιτάξουμε να έρθει η μεταξύ μας αγάπη γιατί οι καιροί αρχίζουν και πάλι να δυσκολεύουν. Οι κατακτήσεις των εργαζομένων αντί να καλυτερεύουνφαίνεται πως θα χειροτερεύσουν. Λαοί διαμελίζονται, όσοι δε σηκώσουν το κεφάλι τους αφανίζονται. Κυβερνήτης του κόσμου είναι ένας και μοναδικός. Φαινόμενο πρωτοφανές. Οι χάρτινοι στρατάρχες του πρώην αντίπαλου δέους άφησαν τη χώρα τους μετά από 80 χρόνια ιστορίας ακυβέρνητη, έρμαιο εγκληματιών, εμπόρων χασίς και λευκής σαρκώς. Γέμισε η Ευρώπη πεινασμένους ανθρώπους που ξεπουλάν ότι έχουν αλλά και το κορμί τους. Και μέσα σε αυτή τη παραζάλη νέο κακό ξεφύτρωσε και μας απειλεί. Είναι η τρομοκρατία! Αυτό θα είναι το νέο κακό. Η ισορροπία του κόσμου έχει ταραχθεί. Με τι είδους αντίσταση θα αντιμετωπιστεί; Κανείς δε γνωρίζει. Πατριώτες σύντροφοι και φίλοι, ας είμαστε ενωμένοι, αγαπημένοι και να μην αφήσουμε τα πάθη μας να μας εξουσιάζουν. Ας βάλουμε τέλος στις διπλές γιορτές και η πατρίδα μας ας γίνει δικαιότερη στα προβλήματα που αγγίζουν το φιλότιμο του λαού μας. Αυτή είναι η δεύτερη χαρά που παίρνω στο θέμα που χρόνια με προβλημάτιζε. Η πρώτη της πολιτείας και τώρα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αισθάνομαι δικαιωμένος που συνέβαλα έστω αυτό το ελάχιστο για την ελευθερία της πατρίδος μας.

ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ Χαράλαμπος Σκαρλής

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΒΙΑ ΣΤΟ ΑΛΙΒΕΡΙ ΤΟ 1975 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ

Ο βασανισμός του φοιτητή του τμήματος Χημικών Μηχανικών του ΑΠΘ όπως καταγράφηκε από την εφημερίδα Ριζοσπάστης.....

ΑΛΙΒΕΡΙ (λεύκωμα) ελαιογραφίες-σχέδια του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΕΓΑΛΙΔΗ για τη ΔΕΗ

Ο Δημήτρης Μεγαλίδης Αθήνα, 1908 - Αθήνα, 1979.
Σπούδασε ζωγραφική στην Academie de la Grande Chaumiere στο Παρίσι και στην ΑΣΚΤ Αθήνας. Παρουσίασε το έργο του σε πολλές ατομικές εκθέσεις. Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ, στις Π Αθηναίων, Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Ιωαννίνων, στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, στη ΔΕΗ, στην Εθνική Τράπεζα, στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην Αγροτική και Κτηματική Τράπεζα κ.α.
Ο Δημήτρης Μεγαλίδης ηταν επικεφαλής του φωτοκινηματογραφικού συνεργίου του ΕΛΑΣ κατά την διάρκεια της κατοχής. Κατά την παραμονή του στο Κεντρικό Αρχηγείο αλλά και σε άλλα κέντρα του ΕΛΑΣ, ο Μεγαλίδης δημιούργησε μια αξιολογότατη σειρά πορτραίτων και σκίτσων με στελέχη του ΕΛΑΣ αλλά και στιγμές της καθημερινής ζωής.
Το 1958 με εντολή της διοίκησης της ΔΕΗ ζωγράφισε την εργασία των ανθρακωρύχων στο Αλιβέρι εικόνες που συμπεριέλαβε στο λεύκωμα Αλιβέρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

τα σχόλια σας εδώ..